ἀρρεγουλαρισιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρρεγουλαρισιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρρεγουλαρισιˬὰ ἡ, Σῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀρρεγουλάριστος κατὰ παρασχετισμὸν καὶ πρὸς τὸν ἀντιπαρακείμενον ἀόρ. ρεγουλάρισα τοῦ ρ. ρεγουλάρω. ᾽Ιδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. 121 κἑξ.

Σημασιολογία

Ἔλλειψις τάξεως.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/