βωλοδαρμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βωλοδαρμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βωλοδαρμὸς ὁ, Νάξ. (᾿Απύρανθ.) βουλουδαρμὸς Εὔβ. (᾽Ακρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βωλοδέρνω.
Σημασιολογία
Βωλοδάρσιμο, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ’Π’ τοὺ βουλουδαρμὸ οὕλ’ νύχτα οὔτι προσκέφαλου οὔτι σκέπασμα δὲ μέ’ ᾿ς τ᾽ θέσι τ’ Ἄκρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA