βωλοκόπι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βωλοκόπι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βωλοκόπι τό. Κάρπ. Χίος -ΓΒλαχογιάνν. ἐν Νουμᾷ 53,2 -Λεξ. Πόππλετ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. 295 Πρω. Δημητρ. βουλουκόπ’ Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βωλοκόπος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Σιδηροῦν γεωργικὸν ἐργαλεῖον. διὰ τοῦ ὁποίου συντρίβουν τοὺς βώλους τοῦ χώματος μετὰ τὴν ἄροσιν τοῦ ἀγροῦ ἔνθ’ ἀν.: Ἔζεψε γοργὰ τὸ βωλοκόπι καὶ πάτησε καλὰ τὸ χῶμα ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. βωλοκόπος 2, βωλοκόφτης, βωλόσυρος 1, βωλοτρίφτης, σβάρνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA