βολοκοπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολοκοπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βωλοκοπῶ Κάρπ. Κρήτ. Κύθν. Κύπρ. Λέρ. Πάρ. Πελοπν. (Καλάμ.) Πόντ. (Ὄφ.) Σίφν. Χίος -Λεξ. Περίδ. Βυζ. ’Ελευθερουδ. Βλαστ. 297 Πρω. Δημητρ. βωλοκοπάω Εὔβ. (Αἰδηψ.) σβωλοκοπῶ Τῆν. σβωλοκοπάω Πελοπν. (Βασαρ. Οἰν.) σβουλοκοπάου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. βωλοκοπῶ.

Σημασιολογία

Βωλίζω 1. ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Νὰ ᾽ρθῇς νὰ πᾶμε ’ς τὸ ζευγάρι νὰ μοῦ βωλοκοπᾷς Κρήτ. ᾿Εβωλοκόπεσα τὸ χωράφ’ Πόντ. (Ὄφ.) Νοικοκυρὰ ’ς τὰ χώματα ποῦ σκλάβα σβωλοκοπάει, πο͜ιὸς ξέρει πόσα χρόνιˬα Πελοπν. (Βασαρ.) Αὐτὸ τὸ χωράφι, ἄν δὲν βωλοκοπηθῇ, δὲν θὰ κάμῃ τίποτα Εὔβ. (Αἰδηψ.) Τὸ χωράφι εἶναι βωλοκοπημένο Σίφν. Συνών. βωλοσέρνω, σβαρνίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/