γιˬαλός

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαλός

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬαλός ὁ, κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) γιˬαλ-λὸς Ρόδ. γιˬαλ-ὸς Ρόδ. ᾿ιˬαλὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Προπ. (Μαρμαρ.) γιˬαλὲ Τσακων. ζαλὸς Κάλυμν. γιˬαλὸ τό, Καλαβρ. (Μπόβ.) Μεγίστ. Νάξ. Πόντ. (Ὄφ.) gιˬαλὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) Γεν. ἑν. τοῦ γιˬαοῦ Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γιαλός, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ἄρχ. αἰγιαλός·

Σημασιολογία

1) Ἡ παρὰ τῆν θάλασσαν ἀμμώδης συνήθως ἢ τεχνητῶς ἐστρωμένη περιοχή, ἀκτή, παραλία κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Πᾶμε περίπατο ’ς τὸ γιˬαλό. Τὴν Κυριˬακὴ ὁ κόσμος κατεβαίνει ’ς τὸ γιˬαλό. Φέρανε ψάριˬα ᾿ς τὸ γιˬαλὸ κοιν. Βρῆκα καμπόσα ξύλα πεταμένα ’ς τὸ γιˬαλὸ καὶ τὰ μάζωξα Πελοπν (Κορών.) Ἀγναντεύου τὰ καράβιˬα ’ς τοῦ γιˬαλὸ Θεσσ. (Ἀνατ.) Οὑ πατέραζ-ουμ πάει σήμερα ’ς τοὺ γιˬαλὸ νὰ φέρ᾽ κάνα ψάρ’ Εὔβ. (Ψαχν.) Ἐπορπατ’να ’ς σὸ γιˬαλὸν Τραπ. ’Σ τὸν ἄκρα τὸ γιˬαλὲ Χαβουτσ. || Φρ. Πάω γιˬαλὸ (κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς) κοιν. Πήγαινε τοῦ γιˬαλοῦ γιˬαλοῦ ‘Ερεικ. Ἡ φρ. ἤδη παρὰ Trichera, Syll. Gr. membran. σ. 209 (ἔτ. 1159): «ὑπάγει τὸν γιαλὸν γιαλόν». Ἐπιˬασε τὸ γιˬαλὸ γιˬαλὸ κ’ ἔφτασε ’ς τοῦ Πολύδωρον Πελοπν. (Τρίκκ.) Οἱ τόννοι ταξιδεύουνε γιˬαλὸ γιˬαλὸ Εὔβ. (Χαλκ.) Μὴ bᾶμι κι πουλὺ γιαλὸ κὶ σύρ’ ἡ βάρκα Σκόπ. Ἔλα γιˬαλὸ (κατεύθυνε τὸ σκάφος πρὸς τὴν παραλίαν. ναυτ. ὅρος) κοιν. Βάστα γιˬαλὸ (συνών. μὲ τὴν προηγ., ναυτ. ὅρος) Ἀστυπ. Πάτμ. Ὀρτσάρω γιˬαλὸ (κατευθύνω τὸ σκάφος πρὸς τὴν παραλίαν, ναυτ. ὅρος) Λεξ. Βλαστ. 306 Τὸν ἔφερε γιˬαλὸ γιˬαλὸ (τὸν ἔπεισε) Πελοπν. (Μάν.) Ἔλα τὸ γιˬαλὸ γιˬαλὸ (συμφώνησε, ἐπὶ τέλους) Θρᾴκ Τώρα ἦρτεγγιˬαλὸ (τώρα, ἐπὶ τέλους, συνεφώνησε) Χίος (Πισπιλ.) Δὲν ἔπαιρνε κουβέντα, ἀλλὰ πές, πές, ὁ ἀδερφός του τὸν ἔφερε γιˬαλὸ γιˬαλὸ πολλαχ. Ἴσιˬα γιˬαλὸς μὲ τὴ θάλασσα (ἐπὶ ἄδίκου συμψηφισμοῦ λογαριασμῶν) Κάρπ. Ἴσα καράβι, ἴσα γιˬαλὸ (ἐπὶ ἰσοζυγίου) Θήρ. Ἀκόμα τὸ κολοκύθι εἶν᾿ ’ς τὸ γιˬαλὸ (ἡ ὑπόθεσις ἐκκρεμεῖ, ἀπὸ τῆς ξηρᾶς κολοκύνθης τῆς χρησιμοποιουμένης ὑπὸ τῶν ἁλιέων ὡς σημεῖον ποντίσεως καὶ διὰ τὴν συγκράτησιν τῶν δικτύων) Ἰων. (Κρῆν.) || Παροιμ. Ὅπο͜ιος θέ’ νά ταξιδέψῃ, | ’ς τὸ γιˬαλὸ θενὰ καθίσῃ (ὁ ἐπιδιώκων τῆν ἐπιτυχίαν σκοποῦ τινος λαμβάνει τὰ κατάλληλα μέτρα) Ζάκ Πβ. εἰς λ. ἀκρογιˬάλι, ἀκρογιˬαλιά. Γιˬαλὸ γιˬαλό, γιˬὰ δ’κό σ’ καλό! (προτροπὴ εἰς πλοίαρχον ἢ γενικώτερον ἐπιχειροῦντα τι, διὰ νὰ εἶναι προσεκτικὸς) Θεσσ. (Τρίκερ.) || ᾌσμ. Γιˬαλὸ γιˬαλὸ πηγαίναμε | κιˬ ὅλο γιˬὰ σένα λέγαμε Γιˬαλὸ νὰ πᾷς, γιαλὸ νὰ ’ρθῃς, | τὰ λόγιˬα μου νὰ θυμηθῇς κοιν. Τοῦ γιˬαλοῦ ποὺ πᾶτε τί γυρεύετε; Βλέπουμε καράβιˬα ποὺ ἀρμενίζουνε Ἐρεικ. Δύο χρόνους περπατοῦσα τὸ γιˬαλὸ γιˬαλὸ κιˬ ἄλλους δύο τριγυρνοῦσα τὸ βουνὸ βουνὸ Ἤπ. Κάτω ’ς τὸ γιˬαλὸ, κάτω ’ς τὸ περιιάλι πλέναν Χιˬώτισσες, πλέναν παππαδοποῦλες κοιν. Κάτω ’ς τὸ ᾽ιˬαλό, κάτω ᾿ς τὸ περγιˬάλι ἐχορεύονε σαρανταδυˬὸ κοπέλες Προπ (Μαρμαρ.) Κάτω ’ς τὸ γιˬαλό, ’ς τὸν ἄμμο | κάνουν τὰ καβούριˬα γάμο πολλαχ. ’Σ τὸ ἀκρογιˬάλι τοῦ γιˬαλοῦ ἡ ἀγάπη μου κοιμᾶται, παρακαλῶ σας, κύματα, νὰ μὴ μοῦ τὴν ξυπνᾶτε Ψαρ. Πάμενε’ με ’ς τὸ γιˬαλό, νὰ σὲ πνίξω, νὰ γελῶ Χίος (Βροντ.) || Ποίημ Τρέχουν ἄρματα χιλιˬάδες σὰν τὸ κῦμα ’ς τὸ γιˬαλὸ Α. Σολωμ., 16. Συνών βλ. εἰς λ. ἀκρογιˬαλιά Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Γιˬαλὸς Ἄνδρ. Εὔβ. (Ὀξύλιθ.) Θρᾴκ. (Αὐδημ. Σηλυβρ.) Κύπρ. Μέγαρ. Μεγίστ Πελοπν. (Βούρβουρ. Γύθ.) Σίφν Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σύμ. Γιˬαλὲ Τσακων. (Πραστ.) Γιˬαλὲ τοῦ Τεροῦ (= γιαλὸς τοῦ Τυροῦ) Τσακων. (Πραστ.) Γιˬαλὸ τοῦ Βούα Καλαβρ. Γιˬαλὸ τοῦ Κοντοφουρίου Καλαβρ. (Γαλλικ.) Γιˬαλοῦ Χωράφι Κάρπ (Μεσοχώρ.) Ἄσπρος Γιαλὸς Ἰθάκ. Κεφαλλ. Τῆν. (Ἰστέρν.) Δυˬὸ Γιˬαλοὶ Σύμ. Κάμπος τοῦ Γιˬαλοῦ Σύμ. Κάτ’ Γιˬαλὸς Βιθυν. Ψαρ. Κάτω Γιˬαλὸς Χίος Μακρύγιˬαλος Κρήτ. Μακρὺς Γιˬαλὸς Κάρπ. (Μεσοχώρ.) Λέσβ (Μυτιλην.) Μέγα Γιˬαλὸς Κάρπ. Σκίαθ. Σῦρ Μεγάλος Γιˬαλὸς Ἴων. (Φώκ.) Σκίαθ. Μικρὸς Γιˬαλὸς Ἰων (Φώκ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Ὀbρὸς Γιˬαλὸς Κρήτ. (Σφακ.) Πέρα Γιˬαλτὸς Ἀστυπ Πέρα ᾿ιˬαλὸς Ἰκαρ. (Εὔδηλ) Πισινὸς Γιˬαλὸς Κύθηρ. Πλατὺ Γιˬαλὸς Μύκ. Σίφν. Πλατὺς Γιˬαλὸς Εὔβ. τοῦ Ρουσσούμ’ οὑ Γιˬαλὸς Ἁλόνν. Σιφναίικος Γιˬαλὸς Ἀντίπαρ. Σ᾿κιˬὰ dοὺ Γιˬαλὸ Σαμοθρ τοῦ Τάβλα ὁ Γιˬαλὸς Νίσυρ. τοῦ Ταρσανᾶ ὁ Γιˬαλὸς Σύμ. τοῦ Τζώρτζ’ οὑ Γιˬαλὸς Ἀλόνν. β) Ὄχθη λίμνης, ποταμοῦ πολλαχ.: Εἶχε σαράντα σπηλιˬὲς κάτω καὶ ἔβγαζε ἁγιˬάσμα ἀπομέσα ἀπὸ τὴ γῆ ’ς τὸ γιˬαλὸ (ἐκ διηγ.) Βιθυν. (Ἀπολλων.) Καθόταν ᾿ς τοὺ γιˬαλὸ κ’ ἕε͜ιχι κἰ τὰ πράτα ᾽ς τοὺν ἥσκιˬου ’ς τὰ πλατάνιˬα Θεσσ. (Μεσοχώρ.) Μὰ πᾶμ’ ’ς τὸ γιαλέ ’ς τὸν ποταμὸ (θὰ πᾶμε στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ) Τσακων. (Χαβουτσ.) || ᾎσμ. Σαράντα μαστορόπουλα κ’ ἑξηνταδυˬὸ μαστόροι γιˬοφύρι χτίζουν ᾿ς τὸ γιˬαλό, ’ς τῆς Ἄρτας τὸ ποτάμι Εῦβ. (Γαλτσ.) γ) Ἡ ἀγορά, ὡς εὑρισκομένη πλησίον τῆς παραλίας Μεγίστ. Πόντ (Ὄφ.): ’Σ τὸ γιˬαλὸ πουλοῦν ξύλα Μεγίστ. Ἅντα πάγω’ς τὸ γιˬαλό, ὅ,τι θέλεις φέρω σε Ὄφ. || ᾎσμ. Ἀσκέριˬα νύφης τσαὶ γαμπροῦ ἀφ’ τὸ γιˬαλὸ περνοῦσαν τσ᾿ ἐστράφτασιν τὰ ροῦχα τους, καλέ, σὰν περπατοῦσαν Μεγίστ. δ) Τόπος διαχειμάσεως τῶν ποιμνίων (ὧς εὑρισκόμενος πλησίον τῆς ἀκτῆς συνήθως) Κρητ. Συνών. χειμαδε͜ιό. ε) Ὁ ἄνεμος ὁ ὁποῖος πνέει ἀπὸ τὸν Θερμαϊκὸν κόλπον Θεσσ. (Καρυά). στ) Ὑπὸ τὐπ. ἁφάνα τοῦ γιˬαλοῦ, τὸ φυτὸν Κιχώριον τὸ ἀκανθῶδες (Cichorium spinosum), τῆς οἰκογ τῶν Συνθέτων (Compositae) Κεφαλλ. Συνών. βλ. εἰς λ. γιˬαλαστοιβή. ζ) ‘Υπὸ τὐπ. κρινάκι τοῦ γιˬαλοῦ, τὸ φυτὸν Παγκράτιον τὸ παράλιον (Pancratium maritimum), τῆς οἰκογ. τῶν Ἀμαρυλλιδῶν (Amaryllidaceae) Συνών. κρίνος, κρίνος τῆς θάλασσας, κρίνος τοῦ Φαλήρου. η) Ὑπὸ τύπ. ροιˬδίκι τοῦ γιˬαλοῦ, τὸ φυτὸν Κιχώριον τὸ ἀκανθῶδες (Cichorium spinsosum), τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Πελοπν. (Γαργαλ.) 2) Ἡ πρὸς τὴν ἀκτὴν ἀβαθῆς περιοχὴ τῆς θαλάσσης κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ κ.ἀ.) Τσακων.: ’Σ τὸ γιˬαλὸ εἶναι πολλὲς βάρκες καὶ καΐκιˬα κοιν. Ψάριˬα τοῦ γιˬαλοῦ (τὰ διαιτώμενα παρὰ τὰς ἀκτὰς) σύνηθ. Ἡ σπέρκα τοῦ γιˬαλοῦ εἶναι πιˬὸ σκοῦρα Τῆν. (Ἰστέρν.) Τὰ καΐκιˬα εἶναι γιˬαλὸ φουνταρισμένα Σκίαθ. Ὁ γιˬαλὸς ἔχει σήμερα πολλὴ θάλασσα Πελοπν. Πῆγα τὰ ζὰ κὶ τὰ κουλιˬούμπ’σα ’ς τοὺ γιˬαλὸ Εὔβ. (Ἄκρ.) Τ’ ἀφ-φάλιμ bοὺ θὰ κοπῇ ’ὰ τὸ πάρῃ ἡ μάννα, ᾿ὰ πά’ τὸ ρίξῃ ’ς τὸ ζαλό, νὰ γίνῃ τὸ παιὶ σφουγγαρᾶς Κάλυμν. Ἐρροῦξεν ’ς σὸ γιαλὸν κ’ ἐφουρκίεν (ἔπεσεν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐπνίγη) Τραπ. || Φρ. Ρίχνω ’ς τὸ γιˬαλὸ (καθελκύω σκάφος, ναυτ. ὅρος) κοιν. Γίνομαι γιˬαλὸς (πλημμυρῶ· ἐπὶ οἰκιῶν) ἐνιαχ. Ἄφ’σι τ’ gανέλα ἀ’χτὴ κ’ ἔγινι τοὺ σπίτ’ γιˬαλὸς (κανέλα = κρουνός, κάνουλα) Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Τρέ’ ἡ σκιπή, κιˬ ἅμα βρέξ’, θὰ γί’ γιˬαλὸς τοὺ σπίτ’ αὐτόθ. Τοὺ λάδ’ χύν’dο ἀπόξου τσὶ γίν’τσι γιˬαλὸς τοὺ κατώ’ Λέσβ. (Μόλυβ.) Πλημμάρ’σι τοὺ κατώι, πέταξ’ νιˬὰ κουλέτρα κὶ γί’κι γιˬαλὸς (κουλέτρα = χολέτρα, ὑδρορρόη) Εὔβ. (Στρόπον.) Τοὺ χιό’ ἔγινι γιˬαλὸς (ἔλειωσε, ἔγινε νερὸ) Ἤπ. Εἶναι γιˬαλὸς (= εἶναι γεμᾶτον κάτι ἀπὸ ἀκαθαρσίες καὶ ἄχρηστα γενικῶς πράγματα, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πλησίον τῆς ἀκτῆς θαλασσία περιοχὴ ἀποτελεῖ συνήθως πρόχειρον τόπον διὰ τὴν ἀπόρριψιν ἀπορριμμάτων τῶν παραλίων κατοίκων ἢ ἐκβράζονται ἐκεῖ τὰ ἀπορρίμματα ἀπὸ τὰ διερχόμενα πλοῖα) Τῆλ. Σώθηκε ὁ γιˬαλὸς (ἐτελείωσε κάτι, ἐπὶ πράγματος ἢ ὑποθέσεως) πολλαχ. Θέ’ς πάλε λεφτά; ἅμ᾽ σώθ’κι οῦ γιˬαλὸς Εὔβ. (Ἄκρ.) Φτάνει πιˬά, σώθηκε ὁ γιˬαλός! Προπ. (Κύζ) || Παροιμ. Ἔρριξε μιˬὰ πέτρα ’ς τὸ γιˬαλὸ κ’ ἕκαμένε μπλούμ! (ἐπὶ τῶν κομπαζόντων δι’ ἀσημαντον κατόρθωμα) Χίος Ἄνοιξε μέσ’ ’ς τὸ γιˬαλὸ μιˬὰ τρῦπα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Α. Ρουμελ (Σωζόπ.) Λέσβ. κ.ἀ. Συνών. Ἔκαμε μιˬὰ τρῦπα ’ς τὸ νερό. Κάμε τὸ καλὸ | καὶ ρίξ’ το ’ς τὸ γιˬαλὸ (αἱ καλαὶ πράξεις πρέπει νὰ γίνωνται ἀνυστεροβούλως) κοιν. Ψάριˬα ᾿ς τὸ γιˬαλό, | χίλιˬα’ς τὸν παρᾶ (αὶ ἀβέβαιοι ὑποσχέσεις οὐδεμίαν ἀξίαν ἔχουν) Μεγίστ. Ψάριˬα μέσ᾿ ἀπ’ τὸ γιˬαλὸ | ὅσα θέλεις σοῦ πουλῶ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λέσβ. Ἄναψ’ ὁ γιˬαλὸς καὶ κάηκαν τὰ ψάριˬα (ἐπὶ μεγάλης ἀλλ᾽ ἀδικαιολογῆτου καὶ ἀνωφελοῦς ὀργῆς) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ κ.ἀ. Τό βγαλε ἀπὸ τὸ bάτο τοῦ γιˬαλοῦ (ἐπὶ ὑποθέσεως ἢ πράγματος τὸ ὁποῖον ἐθεωρεῖτο ὡς ἀπολεσθὲν καὶ ἀνεκτηθη τὴν τελευταίαν στιγμὴν) Κρήτ. Ἀναγέρνει τὸ bάτο τοῦ γιˬαλοῦ (ἐπὶ πολυμηχάνου καὶ ραδιούργου) Κρήτ. || ᾌσμ. Τώρα βγαίνει τὸ φεγγάρι σιγαλὰ ’ς τὸν οὐρανὸ σὰ dὴν ἔρημη βαρκούλα ὅπου πάει γιˬαλὸ γιˬαλό. Κεφαλλ. Τοὺ γιˬαλὸ γιˬαλὸ | ψαράκιˬα κυνηγῶ Λῆμν. Δὲ σοῦ τό ’πα, Μαριˬετῖνα, ᾿ς τὸ γιˬαλὸ μὴ gατεβῇς; Ὁ γιˬαλὸς κάνει φουρτούνα, θὰ σὲ πάρῃ νὰ πνιγῇς Κεφαλλ. Ρῖξε μιὰ bέτρα ’ς τὸ ᾽ιˬαλό, | κιˬ ἃ δὲ βραχῇ, δὲ σ’ ἀγαπῶ Νάξ (Ἀπύρανθ.) Δὲν εἶν’ γιˬαλὸς, γιˬὰ νὰ πνιγῶ, γκρεμνός, νὰ πάγ’ νὰ πέσω; Προπ. (Μηχαν.) Μέσ’ σὲ καράβιˬα τοῦ γιˬαλοῦ, μέσ’ σ’ ἀγαθὸ λιμνιˬῶνα, σὲ παναθύρ’ ὁλόχρυση μιˬὰ κόρη ἀκκουμπημένη Κύπρ. Σ’ ἕναμ περιθαλάσσιον κάτω τοὺς κατεβάζουν, ’κείνην τὴν ὥρα ’ς τὸγ-γιˬαλ-λdὸν νὰ π-πέσουν τοὺς βιάζουν Ρόδ. Ἔα, ὕπρε τοῦ γιˬαοῦ | τσαὶ δροσιˬὰ τοῦ Μαλεβοῦ, τσαὶ γλυκὰ ἀπομπάιτσέ νι, | τὰν ἡμέραν ξυπνητσέ νιν (ἔλα, ὕπνε τοῦ γιαλοῦ... καὶ γλυκὰ ἀποκοίμισέ το, τὴν ἡμέρα ξύπνησέ το· βαυκάλ.) Τσακων. Πβ. εἰς λ. ἀπομπαλαΐχου. β) ‘Υπὸ τύπ Τοῦ γιˬαλοῦ, ἡ ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος (6 Αὐγούστου) Θρᾴκ. (Μαΐστρ.) : Τοῦ Γιˬαλοῦ πηγαίνουμ’ ’ς τὴ θάλασσα γιˬὰ κολύμπ’. γ) ‘Υπὸ τύπ. Ἅι-Γιˬαλός, ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ κάτοικοι τῆς νήσου κατέρχονται εἰς τὰ παράλια καὶ ἑορτάζουν μὲ ἀγωνίσματα, κολύμβησιν κ.τ.τ. Κύπρ. Συνών. κατακλυσμός 3) Ἡ θάλασσα γενικῶς πολλαχ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) : Ἔχει καράβιˬα ’ς τὸ γιˬαλὸ καὶ γιˬ’ αὐτὸ εἶναι συλλογισμένος πολλαχ. Γιˬὰ τήρα ἐκεῖ βαθιˬὰ ’ς τὸ γιˬαλὸ ἕνα βαπόρι μόλις φαίνεται Πέλοπν. (Κορών.) ’Στραπἠ, βρουντὴ ᾿ς τοὺν οὐρανό, | παστραβίτσις ᾽ς τοὺ γιˬαλὸ (παστραβίτσις = ἀκροχορδόνες· ἑξ ἐπῳδ.) Θεσσ. (Μελιβ.) || Παροιμ. Ἀπεδῶ γιˬαλὸς κι ἀπεκεῖ γιˬαλὸς καὶ ποῦ νὰ πέσω νὰ πνιγῶ; (ἐπὶ τῶν εὑρισκομένων πρὸ σκληροῦ διλὴμματος) Χίος. Τσ’ ’ῶ νερὸν ταὶ ’τεῖ γιˬαλός | ταὶ ποῦ νὰ π-πέσω νὰ πνι’ῶ; (συνών. μὲ τὴν προηγουμ ) Χίος. (Πίσπιλ.) Ἐπὰ ᾽ιˬαλὸς κ’ ἐκεῖ ’ιˬαλὸς | καὶ ποῦ νὰ πέσω νὰ πνι’ῶ; (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. Μπρὸς γκρεμὸς καὶ πίσω ρέμα. Ἀπ’ τὴν Τυρ’νὴ ὥς τῶ Βαγιˬῶ | ἡ ἀραχνιˬὰ εἶναι ’τὸ γιˬαλὸ (ἀραχνιˬὰ = ὁ διάβολος· κατὰ τὸ χρονικὸν διάστημα πού μεσολαβεῖ ἀπὸ τὴν Κυριακὴν τῆς Τυροφάγου μέχρι τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων τὰ ψάρια δὲν τσιμποῦν στὰ ἀγκίστρια καὶ δὲν πιάνονται στὰ δίκτυα, ἴσως ἐπειδὴ ἀλλάζουν τόπον διαμονῆς διὰ νὰ γεννήσουν ἢ δι᾽ ἄλλον λόγον) Μύκ. Ὁ γιˬαλὸ γελάει ὁλῶ (ἡ θάλασσα ἐξαπατᾷ τοὺς πάντας) Μπόβ. || Γνωμ Ἅμα κλαίει πολλὰ ὁ γιˬαλός, γιˬὰ νερά, γιˬὰ ἀέρα (ὅταν, καίτοι φαίνεται γαληνιαία ἡ θάλασσα, ἀκούεται θόρυβος ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντος, προμηνύεται ἢ βροχὴ ἢ ἄνεμος) Κύπρ. Ἅμα βροντάῃ ὁ γιˬαλός, θ’ ἀλλάξῃ ὁ καιρὸς Πελοπν (Κορών.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Θεόφρ., Σημ. 29 «Ἀκταὶ βοῶσαι καὶ αἰγιαλὸς ἠχῶν ἀνεμώδης» καὶ Ἀράτ., Φαινόμ. 902-910 «Σῆμα δέ τοι ἀνέμοιο... | καὶ μακρὸν ἐπ’ αἰγιαλοὶ βοόωντες, | ἀκταί τ᾽ εἰνάλιοι, ὁπότ’ εὕδιοι ἠχὴεσσαι | γίγνονται». Μπρὸς πίσω τ’ ἅι-Λιˬὸς πέτρα πιˬάνεις ’ς τὸ γιˬαλὸ (μεταξὺ τοῦ δευτέρου καὶ τοῦ τρίτου δεκαημέρου τοῦ Ἰουλίου εἶναι ἡ θάλασσα ἤρεμος καὶ διὰ τοῦτο κατάλληλος διὰ τοὺς λουομένους) Πελοπν. (Ἄρν. Ζελίν.) Ἡ σουσουbάρα ’ς τὸ γιˬαλὸ τσαὶ τὸ κατσὶ ’ς τὸ φοῦρνο (ἡ σουσουbάρα = τὸ οὐράνιον τόξον, κατσὶ = ἡ γάττα. Θεωρεῖται προμὴνυμα κακοκαιρίας ἡ ἐμφάνισις τοῦ οὐρανίου τόξου εἰς τὸ βάθος τοῦ Μεσσηνιακοῦ κόλπου, ὁπότε καὶ ἡ γάττα ἀναζητεῖ τὴν προστασίαν της εἰς τὸν φοῦρνον) Πελοπν. (Ξεχώρ.) || ᾌσμ. Τρεῖς περδικοῦλες κάθονται ᾿ς τὸν Ἔλυμπο ’ς τὴ ράχη, ἡ μιˬὰ τηράει κατ᾽ τὸ γιˬαλὸ κ’ ἡ ἄ’ κατὰ τὴ Λάρ’σα Μακεδ. (Ὄλυμπ.) Ἀλλοίμονο τὰ πάθη μου, κανεὶς νὰ μὴ dὰ πάθῃ, οὔτε καράβι ᾿ς τὸ γιˬαλὸ οὔτε πουλλὶ ’ς τὰ δάση Κεφαλλ. Ὦ ἀρφανέ, πεdάρφανε ἀπὸ μάννα καὶ κύρη, σὰ dὸ καράβι ᾿ς τὸ γιˬαλὸ χωρὶς καραβοκύρη Θήρ. Τὴν μιˬὰν ἐπῆρεν ὀ γιˬαλός, τὴν ἄλλη τὸ καράβι, κ’ ἐγὼ τὸ κακορρίζικο ’ς τὴ gόχη τσῆ καμάρας Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ.) Ψάρευε ψάριˬα ᾿ς τὸ γιˬαλὸ καὶ τὸν καιρὸ μὴ χάνῃς, γιˬατὶ μ’ ὀνείρατα πολλὰ τσῆ πείνας θὰ πεθάνῃς Χίος. β) Ὑπὸ τύπ. ἀχιλώνα τ’ γιˬαλοῦ, ἡ θαλασσία χελώνη Σαμοθρ. γ) Ὑπὸ τύπ. κατσὶ τοῦ γιˬαλοῦ, τὸ πτηνὸν γλάρος (ἐπειδὴ ὀρέγεται τὰ ψάρια ὅπως ἡ γάττα) Μέγαρ. δ) Ὑπὸ τύπ. κόρη τοῦ γιˬαλοῦ, τὸ συγγενὲς πρὸς τὸν ἀστακὸν ζῶον Σκύλλαρος ὁ εὐρὺς (Scyllarus latus) Ἀστυπ. 4) Ἡ λίμνη Βιθυν. (Πιστίκοχ.) Θεσσ. (Σταυρ.) Μακεδ. (Πεθελιν.) : Ἄ πᾶμι’ς τοὺ γιˬαλὸ νὰ κόψουμε καλάμιˬα. 5) Τὰ παρὰ τὸ πλευρὸν τοῦ κωπηλατοῦντος καὶ πρὸς τὰ δύο μέρη τῆς λέμβου σανιδώματα, ὅπου τοποθετοῦνται προσωρινῶς οἱ ἁλιευόμενοι ἰχθύες Ἀντίπαξ. Ἐρείκ. Καστ. Κέρκ. Κύθν. Λευκ. Μεγανήσ. Μῆλ. Ὀθων Παξ. Στερελλ. (Λουτρ. Σπάρτ.) κ.ἀ.: Ἐπιˬάσαμε τόσα πολλὰ ψάριˬα π’ ἐγεμίσαν οἱ γιˬαλοὶ τσῆ βάρκας κιˬ ἀπὸ τσὶ δυˬὸ bάdες Μῆλ. Μὲ τὴ βαρκουλίτσα του ἴσιˬα μὲ τοὺς γιˬαλοὺς ἀλατρεύει τὴ θάλασσα ὁ Λάκης ὁ Πιστόλης (ἀλατρεύει = ὀργώνει, διαπλέει) Ἐρείκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/