γιˬαλοτρίφυλλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλοτρίφυλλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Τυπολογία
γιˬαλοτρίφυλλο τό, Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γιˬαλὸς καὶ τριφύλλι.
Σημασιολογία
Εἶδος ἀγριόχορτου, τὸ ὁποῖον εὐδοκιμεῖ εἰς παραθαλάσσια μέρη: Τὸ γιˬαλοτρίφυλ-λο βγαίνει στὶς περιαλ-λιˬές. Ὅλα τὰ ζωνdάριˬα τρῶσι τὸ γιˬαλοτρίφυλ-λο (περιαλ-λιˬὲς = περιγιαλιές, περιγιάλια· ζωνdάριˬα = τὰ τετράποδα ζῶα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA