βωλόσυρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βωλόσυρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βωλόσυρος ὁ, Κρήτ. (Βιάνν. Κατσιδ. Μεραμβ. Μονοφάτσ. Σητ. κ. ἀ.) Κῶς Λέρ. Μῆλ. Πελοπν. (Καλάμ. Λακων.) βουλόσυρους Λῆμν. βωλόσωρος Πελοπν. (Λακων.) βουλόσυρας Λέσβ. Λῆμν. βωλόσυρον τό, Κάρπ. Κέως βωλόσυρο Μῆλ. βωλόσουρο Λεξ. Βλαστ. 295 βουλόσυρο Εὔβ. (Κάρυστ.) βουλόσυρου Λέσβ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βωλοσύρνω, δι᾽ ὃ ἰδ. βωλοσέρνω. Τὸ βωλόσωρος κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ σωρός.

Σημασιολογία

1) Γεωργικὸν ἐργαλεῖον ἀποτελούμενον ἀπὸ πλατεῖαν σανίδα φέρουσαν ἐνίοτε καὶ ὀδοντωτὰς ἐξοχάς, διὰ τοῦ ὁποίου συντρίβουν τοὺς βώλους τῆς γῆς μετὰ τὴν ἄροσιν καὶ ἰσοπεδώνουν τὸν ἀγρὸν ἔνθ᾽ ἀν.: Νὰ βάλετε τὸ βωλόσυρο νὰ βωλοσύρετε τὸ χωράφι, ἅμα θὰ τὸ σπείρετε Κρήτ. (Σητ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. βωλοκόπι. 2) Ἁλωνιστικὸν ὄργανον ἀποτελούμενον ἀπὸ ἐπίμηκες καὶ πλατὺ ξύλον φέρον κάτωθεν ὀδόντας εἴτε ἐκ σιδήρου εἴτε ἐκ λίθου καὶ χρησιμεῦον διὰ τὸν θρυμματισμὸν τῶν σιτηρῶν μετὰ τὸν ἁλωνισμὸν Κρήτ. (Μεραμβ. Μονοφάτσ. Κατσιδ.): Δὲν εἶναι καλὸς ὁ βωλόσυρός του καὶ γιˬὰ κε͜ιονὰ δὲν κόβγει τ’ ἀστάχυˬα Κατσιδ. 'Εμαδῆσαν οἱ πέτρες τοῦ βωλοσύρου μας Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/