ἀρρίνεˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρρίνεˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρρίνεˬαστος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χίος κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ρινεˬαστὸς<ρινεˬάζω, δι’ ὃ ἰδ. ἐρινεˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἔχει ἀναρτηθῆ ἐρινεός, ὁ μὴ ἐρινεασθείς, ἐπὶ συκῆς: Ἀρρίνεˬαστες εἶν’ ἀκόμα οἱ συκεˬές μας. 2) Μεταφ. ὁ μὴ προξενῶν εὐχαρίστησιν καὶ ἰδίᾳ ὁ βλάξ: Καλὰ λέω πῶς εἶν’ ἀρρίνεˬαστος καὶ τοῦτος, ἀνάλατά ’ναι τὰ καμώματά dου. Συνών. ἄβρωτος 3, ἄγαρbος 2, ἀνάλατος Α 1 β, ἄναλος, ἄνοστος, γλυκανάλατος, κρυανάλατος, κρύος, σαχλός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/