γιˬαλουδάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαλουδάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαλουδάκι τό, Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Μῆλ. Σίφν. γιˬαλουάκι Κάσ. Χάλκ. γαλουάκι Χάλκ. ’αλουάκι Κάσ. Χάλκ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γιˬαλούδι.

Σημασιολογία

1) Μικρὸς αἰγιαλὸς Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Κασ. Σίφν. Χάλκ.: Ἠπήαινε γιˬαλουδάκι-γιˬαλουδάκι κ’ ἤφτασε ’ς τὸ κάστρο Σίφν. Ἅι-Γιˬώργη κι Ἅι Γιˬάννη, | ἔβγαλε τὸ πασ-σουλάκι, ρῖξε το ’ς τὸ γιˬαλουάκι | γιὰ νὰ γιˬάνῃ τὸ ματάκι. (ἑξ ἐπῳδ.) Κάσ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὑπ. Γιˬαλουδάκι Κάτω Παναγ. Μικρὸ Γιˬαλουδάκι Μῆλ. Γιˬαλουάκι Κάσ. 2) Γιˬαλοῦ, τὸ ὁπ. βλ., Μῆλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/