βωμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βωμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βωμὸς ὁ, Μύκ. Ναύστ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Κόρινθ. Λεῦκτρ. Πλάτσ. Τρίκκ. Τρίπ.) -ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ᾿Αντιλογ 51. -Λεξ. Περίδ. Πρω. Δημητρ. βουμὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) γωμὸς Πελοπν. (Λάστ.) δωμὸς Στερελλ. ('Ακαρναν.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχαῖον οὐσ. βωμὸς=ὑψωμένον ἔδαφος, βάθρον, θυσιαστήριον μετὰ βάσεως ἢ βαθμίδων, τύμβος.

Σημασιολογία

1) Σωρὸς οἱωνδήποτε πραγμάτων Πελοπν. (Βούρβουρ. Λάστ. Λεῦκτρ. Πλάτσ. Τρίπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) -ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν.: Βωμὸς ἔγιναν τὰ ροῦχα καὶ δὲν ξέρω πῶς θὰ πλύνωμε Τρίπ. Εἶναι βωμὸς οἱ πατάτες αὐτόθ. Πῶς νὰ συγυριστῇ κἀνεὶς ποῦ ᾽ναι τοῦτος ὁ βωμὸς ᾽ς τὴ μέση; Βούρβουρ. Φτε͜ιάσανε ἕνα βωμὸ λιθάριˬα καὶ τὸν ἀναθεμάτισαν Λεῦκτρ. Πλάτσ. ᾿Ικεῖ ᾿ς τοὺν πάτου ᾿ς τοὺ χουράφι μ᾽ ἦταν ἕνας βουμὸς ’θάριˬα Αἰτωλ. Συνών. σωρός 2) Πᾶν πρᾶγμα ὀγκῶδες Μύκ. Πελοπν. (Κόρινθ. Τρίκκ.) Ἤβαλε τὸ ἔπιπλο ᾽ς τὴ bόρτα κολλιστὰ σὰ βωμὸ Μύκ. || Φρ. Ἔγινε κοτζάμ' βωμὸς Κόρινθ. 3) Παραλληλεπίπεδος βάσις ἐκ πυριμάχων πλίνθων, ἐπὶ τῆς ὁποίας στηρίζονται αἱ ἐσχάραι τῶν ἀτμολεβήτων προστατεύουσα τὰ τοιχώματα τοῦ ἀτμολέβητος ἀπὸ τὰς φλόγας Ναύστ. 4) Ξύλινον πρότυπον βάσεως, ἐφ’ ἧς στηρίζονται αἱ ἐσχάραι τῶν λεβήτων Ναύστ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βουμὸς ὡς παρωνύμ. Στερελλ. ('Αράχ.) καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. Βωμὸς ὡς τοπων. Πελοπν. (Οἰν.).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/