γιˬὰμ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬὰμ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μόριο
Τυπολογία
γιˬὰμ μόρ. ἀπορηματ. Πόντ. (Ἴμερ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Πιθαν ἐκ τοῦ Τουρκ yami (= μήπως). Κατὰ Α. Α. Παπαδόπ., Ἀρχ. Πόντ 12 (1946), 9, ἐκ τοῦ τελικοῦ γιˬὰ νὰ μὴ-γιˬὰ ν᾽ μὴ-γιˬαμὴ-γιˬάμη. Πβ. Σ. Ψάλτην εἰς Ἀθηνᾶν 28 (1916), Λεξικογρ. Ἀρχ., 46.
Σημασιολογία
Εἰς τὴν ἀρχήν ἐνδοιαστικῶν προτάσεων, μήπως ἔνθ᾽ ἀν.: Φογᾶται νὰ ἔρ’ται, γιˬὰμ κρούγ’ ἀτον (φοβεῖται νὰ ἔλθῃ, μήπως τὸν κτυπήσω) Σάντ. Τραπ. Χαλδ. Ἐφοάτουν, γιˬὰμ εὑρήκ’νε τὸν ἄθρωπον (ἐφοβεῖτο μήπως εὕρουν τὸν ἄνθρωπον) Τραπ. Καὶ χωρὶς ἐξάρτησιν ‘απὸ ρ. φόβου σημαντικόν: Γιˬὰμ φωτίζετε; (μήπως ἔχετε βάπτισμα;) Πόντ. Γιˬὰμ παίρ’ ἅψιμον τὸ σπίτ’; (μήπως πάρῃ φωτιὰ τὸ σπίτι;) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA