ἀχυλιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχυλιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀχυλιˬὰ ἡ, Θρᾷκ. ’Ικαρ. ’Ιων. (Καράμπ. Κάτω Παναγ. Κρήν. Μαγνησ. Σμύρν.) Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Μῆλ. Πελοπν. (Βυτίν. Κλουτσινοχ. κ.ἀ.) Σύμ. Τῆν. Χίος –Λεξ. Πόππλετ. Δημητρ. ἀ’λιˬὰ Ἀδραμ. Εὔβ. (Κύμ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Κυδων. Λέσβ (Μυτιλ. κ.ἀ.) ἀχ’λιˬὰ Δαρδαν. (Καλαφατ.) Ἴμβρ. Λέσβ. (Πάμφιλ.) ἀχ-χυλιˬὰ Ἰκαρ. ἀχ-χυὰ Θρᾴκ. (Ταϊφ.) ἀχυνιˬὰ Πελοπν.

Ετυμολογία

Ἐκ παλαιοῦ οὐσ. *ἐγχυλία=ἔγχυλος κονία. ᾿Ιδ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 400 καὶ ἐν ᾿Επιστ. ᾿Επετ. Πανεπ 7 (1910/11) 56. Κατὰ ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 214 κἑξ. ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀχλύς. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.

Σημασιολογία

1) Θερμὸν ὕδωρ μὲ τέφραν Ἰων. (Κρήν.) Κῶς Μῆλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλισσία. Πβ. ἀχυλιˬοζούμι. 2) Τέφρα, στάκτη Ἀδραμ. Δαρδαν (Καλαφατ.) Εὔβ. (Κύμ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ. Ταϊφ.) ᾿Ικαρ. Ἴμβρ. Ἰων. (Καράμπ. Κάτω Παναγ. Κρήν. Μαγνησ Σμύρν.) Κρήτ. Κυδων. Κύπρ. Κῶς Λέσβ. (Μυτιλ. Παμφιλ κ.ἀ.) Μῆλ. Πελοπν. (Βυτίν. Κλουτσινοχ κ.ἀ.) Σύμ. Τῆν. Χίος –Λεξ. Πόππλετ. Δημητρ.: Ἡ ἀ’λιˬὰ τ᾿ς γουνιˬᾶς Αἶν. Κάταν κουdὰ ’ς τ᾽ν ἀ᾽λιˬὰ (ἐκάθητο παρὰ τὴν τέφραν τῆς ἑστίας) Λέσβ. ‖ Φρ. Γί'κι ἀχ’λιˬὰ κὶ σκού’ (κατεστράφη τελείως) Ἴμβρ. Ἀχ᾿λιˬὰ ᾽ζ dού gόλου σ’! ἢ ἀχ’λιˬὰ ᾿ς τὰ κουλουμέρια σ'! (πρὸς ἀνικάνους μεγαλαυχοῦντας) αὐτόθ. ‖ ᾌσμ. Τὴν ἀχυνιˬὰ ἐσκάλιζε καὶ βρίσκει μιˬὰ βελόνα Πελοπν. Ἄντε καὶ σύ, βρ’ Ἀτσίγγανε, ποτ᾿ ἀχυλιˬὰ μὴν κάμῃς μηδὲ ψιλὸ πουκάμισο ᾽ς τὴ σάρκα σου μὴ βάλῃς Κάτω Παναγ. Ὄπου κιˬ ἂν πάς κιˬ ὅπου σταθῇς φούχτα ἀχ’λιˬὰ μὴν κάψῃς Μάδυτ. Ποτὲ χωριˬὸ νὰ μὴ σταθῇς, ποτὲς ἀχ’λιˬὰ μὴν κάψῃς, ποτὲ μέσ᾽ ’ς τὴ σακκούλλα σου παρᾶ μὴν ἀποτάξῃς ἀγν. τόπ. Συνών. ἀθάλη 3 ἀθοκόπη, ἀθοκούφη 1, ἀθοκούφι 1, ἄθος, ἀθουριˬὰ, δροσιˬά, σταχτάρι, στάχτη. 3) Κονιορτὸς Ἰκαρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Λέσβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/