γιˬαμαρέλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαμαρέλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬαμαρέλος ὁ, Μεγίστ. - Γ. Ξενόπ., Θέατρ., 3, 129.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. γιˬαμαλαρέλος μὲ ἁπλολ.

Σημασιολογία

Σκωπτικῶς, ὁ φορῶν εὐρωπαϊκὴν ἐνδυμασίαν, ὅταν κατὰ πρῶτον ἀντικατέστησεν αὐτὴ τὴν ἐγχώριον: ᾎσμ. Νά dο, νά dο, νά dο, νά do, | ποὺ θὲ νὰ dὸ gάμω Φράγκο, νὰ φορώσῃ τσαὶ σουρέλο, | νὰ dὸν βγάλουν γιαμαρέλο (σουρέλο = πανταλόνι) Μεγίστ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν. Εὔβ. (Κύμ) Θεσσ. (Βόλ.) Λῆμν. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (Καλάμ.) Στερελλ. (Λιδορίκ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/