γιˬάμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬάμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬάμι τό, Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Μαν.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) - Α. Τραυλαντ., Ἐξαδέλφ., 34 ἰγιˬάμι Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Ἔπαινος Πελοπν. (Κάμπος Λάκων. Μάν.): Νὰ ἰδοῦμε πο͜ιός θὰ πάρῃ τὸ γιˬάμι (συνών. φρ. πο͜ιός θὰ πάρῃ τὸ μπράβο) Κάμπος Λακων. β) Ἀκμή, δόξα Στερελλ. (Μεσολόγγ.)-Α. Τραυλαντ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸν θυμᾶσαι καὶ τοῦ λόου σου τὸ γιˬατρὸ πῶς ἤτανε τότε ᾽ς τὰ γιˬάμια του (συνών. φρ. ’ς τὶς δόξες του) Α. Τραυλαντ., ἔνθ’ ἀν. 2) Περίστάσις, φορὰ Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.): Ἤδωκα’ dου το ᾿δά, μὰ ’ς τ’ ἄλλο ἰγιˬάμι θὰ τοῦ πῶ πὼς ἤσπασε Σητ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/