γαβαθᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαβαθᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαβαθᾶς ὁ, Λεξ. Αἰν. καβαθᾶς Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαβάθα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ᾶς.
Σημασιολογία
1) Ὁ κατασκευάζων ἤ πωλῶν γαβάθας. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Στερελλ. (’Αράχ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γαβαθᾶς Λέσβ. Καβαθᾶδες Πελοπν. (Βούρβουρ.) 2) Ὁ πίνων οἶνον οἱονεὶ μὲ τὴν γαβάθαν, μέθυσος, οἰνόφλυξ, οἰνοπότης. Συνών. γαβαθιˬάρις, γαβαθιˬασμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA