γαβάθι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαβάθι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαβάθι τό, καβάθι Εὔβ. (Κύμ.Ὄρ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Γέρμ. Λακων.) Τσακων. κ.ἀ. καβάιθι Τσακων. καβάθ’ Στερελλ. (Φωκ.) γαβάθι Κρήτ. Μύκ. Πελοπν. (Μάν.) Χίος κ.ἀ. γαβάθ-θι Χίος καβ-βάθι Εὔβ. (Κύμ.) ᾽αβάθι Νάξ. (Φιλότ.) ᾿αβάδι Νάξ. ('Απύρανθ.) βαγάθι Χίος (Μεστ.) βαάθ-θι Χίος βαβάθι Σκῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαβάθα.
Σημασιολογία
1) Ξύλινον ἢ πήλινον πινάκιον, τρυβλίον, παροψὶς ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. ᾿Απὸ χ᾽λιˬάρ’ κιˬ ἀπὸ καβάθ’ δὲν ἀδε͜ιάζ’ τοὺ τραπέζ’ (ἡ ἀπώλεια πραγμάτων δὲν φέρει τὴν ἐρημίαν καὶ δυστυχίαν τῆς οἰκογενείας ἀλλ᾿ ἡ ἀπώλεια τῶν μελῶν της) Φωκ. Συνών. ἁπλάδι 5. β) Μεταφ. πότος, συμπόσιον Χίος. 2) Πληθ., τὰ διαχωρίσματα τῆς πινακωτῆς Τσακων. 3) Πρόχους, οἰνοχόη Κρήτ. 4) Μέτρον χωρητικότητος σιτηρῶν Πελοπν. (Γέρμ. Λακων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA