ἀρρούπωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρρούπωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρρούπωτος ἐπίθ. Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.) ἀρρούπουτους Στερελλ. (Αἰτωλ. Λεπεν.) ἀρρόπουτους Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀρρούπ’τους Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ρουπωτὸς < ρουπώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ συνεσφιγμένος διὰ θερμοῦ ὕδατος, ὥστε τὸ ἐμβαλλόμενον ὕδωρ νὰ μὴ διαρρέῃ διὰ τῶν σχισμῶν, ὁ διαρρέων, ἐπὶ ξυλίνων ἀγγείων Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.): Ἀρρούπωτο καρδάρι Ἤπ. Συνών. ἀστανιˬάριστος . 2) Μεταφ. ἀκόρεστος, ἄπληστος ἔνθ’ ἀν.: Εἶνι ἀρρούπουτους, τρώει κὶ δὲ χουρταί’ Λεπεν. Πιδὶ ἀρρόπουτου Αἰτωλ. ’ναῖκα ἀρρούπουτ’ αὐτοθ. Ἀρρόπουτους εἶνι οὑ τοῖχους ἀποὺ ’θάριˬα (ἤτοι χρειάζονται πολλοὶ λίθοι διὰ τὴν συντέλεσιν τοῦ τοίχου) αὐτοθ. Ἀρρούπουτ’ εἶν᾽ ἡ θάλασσα ἀποὺ νιρὸ αὐτόθ. Ἀρρούπουτου ἀποὺ νιρὸ εἶνι τοὺ χουράφ’ (χρειάζεται πολὺ νερὸ διὰ νὰ ποτισθῇ καλῶς) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA