γιˬαμπαγλίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαμπαγλίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαμπαγλίκι τό, ἀμάρτ. γιˬαbαγλίκι Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yabanilik = ἀγριότης, βαρβαρότης.

Σημασιολογία

Ἀγαθοεργία: Τοῦ ἔχω κάμει γιˬαbαγλίκια (= καλωσύνες).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/