γιˬαμπᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαμπᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬαμπᾶς ὁ, Δαρδαν (Λάμψακ.) Ἰων. (Ἀλάτσατ. Κάτω Παναγ. Κρην. Μαινεμ. Ναζλ.) γιˬαbᾶς Θρᾴκ. (Μέτρ. Τσακίλ κ.ἀ.) Καρ. (Γέροντ.) Κύθν. Σαμ. (Βλαμαρ. Κοντακαίικ. Κουμαδαρ.) Τένεδ γιˬαπᾶς Σύμ. Χάλκ γιˬαβᾶς Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) γιˬαμπᾶ Τσακων. (Χαβουτσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yaba = ξύλινον δίκρανον μὲ τρεῖς ἕως πέντε ὀδόντας διὰ τὴν μεταφορὰν ἢ μετατόπισιν σταχύων ἣ ἀχύρων.
Σημασιολογία
Εἶδος δικρἀνου μὲ τέσσαρας ἕως ἓξ ὀδόντας, μὲ τὸ ὁποῖον ἀναστρέφουν τὰ ἀλωνιζόμενα δημητριακά, ἀφοῦ κοπῇ ἀρκετὰ ἡ καλάμη καὶ ἀποχωρισθῇ ὁ καρπὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἅμα γέ’ ἡ ὄψ᾽ τ᾿ ἁλωνιˬοῦ, παίρν’νε τὰ δεκράνιˬα καὶ τὸ γυρίζ’νε. Ἀφοῦ τὸ γυρίσ’νε τρεῖς φορὲς μὲ τὸ δεκρά’, ὕστερα τὸ γυρίζ ᾿νε μὲ τὸ γιˬαbᾶ καὶ ’ς τὰ ὑστερνὰ μὲ τὸ φκυˬάρ’ Μέτρ. Πάρ’τε τ᾿ς γιˬαbᾶδες νὰ γυρίσ’με τ’ ἁλώ’ Τσακίλ. Σὰ γυρίσω τὸ γιˬαbᾶ ἀνάποδα, θὰ σὲ μαυρίσω τ᾿ ρά’ αὐτόθ. Μὲ τὸ γιˬαbᾶ σταυρώνομε τὸ σωρὸ τοῦ ἁλωνιˬοῦ· χαράσσομε ἐπάνω τὸ σταυρὸ Κύθν. Συνών. βλ. εἰς λ. γιˬάμπα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA