γιˬαμπολούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαμπολούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαμπολούδι τό, ἀμάρτ. γιˬαμπουλούδ’ Μακεδ. (Κολινδρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬάμπολη καὶ ἐκ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούδι.

Σημασιολογία

Ἡ μικροῦ μεγέθους γιˬάμπολη, ἤτοι κλινοσκέπασμα. Συνών. ἁπλάδι, βελεντζούδι, βελεντζούλα, κουβερτούλα, σαισματάκι

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/