ἀνεβατόριˬο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεβατόριˬο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνεβατόριˬο τό, Ἐλέυσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀνεβάτορας.

Σημασιολογία

Ὡς τεχνικὸς ὅρ. μηχάνημα διὰ τοῦ ὁποίου μεταφέρεταί τι εἰς ὑψηλότερον διαμέρισμα τοῦ ἐργοστασίου:᾿Εχάλασε τ᾿ ἀνεβατόριο, γιˬατὶ κόπηκε ἡ ἁλυσίδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/