γαβγισματάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαβγισματάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαβγισματάκι τό. (Ν.Ἑστ. 17, 521)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γάβγισμα διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. - άκι.

Σημασιολογία

Ὑλακὴ κυνὸς ἀσθενής: Ὁ Μοῦργος ἔβγαζε πνιχτὰ γαβγισματάκια.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/