γιˬανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬανίζω Πόντ. (Σαντ. Σταυρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬάνι.
Σημασιολογία
Παρεκκλίνω πλαγίως: Ἐγιˬάντζα κι ἀπάν-ι-μ’ ’κ’ ἐντῶκεν (παρεξέκλινα πλαγίως καὶ δὲν μὲ ἤγγισε). Πβ. γιˬανλαεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA