ἀχυλιˬοπιττούρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχυλιˬοπιττούρης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀχυλιˬοπιττούρης ὁ, ἀμάρτ. ἀχυλοπουττούρης Ἰων. (Κρήν.) Θηλ. ἀκχυλοπουτ-τούρα Χίος (Καρδάμ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀχυλιˬοπίττης καὶ τῆς καταλ. –ούρης.

Σημασιολογία

Ἀχυλιˬοπίττης 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἡ πεˬό μικρὴ ἐκάτον τοῦ Θεοῦ τὴν ἡμέραν κοντὰ ᾿ς τὸ ζ-ζάκιν καὶ γιˬὰ δεῦτο τὴν ἐβγάλασιν ἀκχυλοπουτ-τούρα Καρδάμ. (ἐκ παραμυθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/