ἀχυλιˬώνομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχυλιˬώνομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχυλιˬώνομαι ἀμάρτ. ἀχ’λιˬώνουμ’ Ἴμβρ. Λῆμν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀχυλιˬά.

Σημασιολογία

Λερώνομαι ἀπὸ τέφραν: Μπῆκι ἡ γάττα μέσ᾿ ᾽ς τ᾿ γουνιˬὰ κιˬ ἀχ’λιˬώθ’κι Λῆμν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/