ἀχυλοτορβᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχυλοτορβᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀχυλοτορβᾶς ὁ, ἀμάρτ. ἀχ-χυλοτουρβᾶς Χίος (Μεστ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀχυλιˬὰ καὶ τορβᾶς.
Σημασιολογία
1) Σακκίδιον τέφρας. 2) Μεταφ. ἄνθρωπος λίαν μικροῦ ἀναστήματος, ἀνθρωπάριον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA