ἀχύλωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχύλωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχύλωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀχύλουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀδούλωτος Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χυλωτὸς<χυλώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἀλειμμένος διὰ πηλοῦ Κύπρ. 2) Ὁ μὴ ἐπιχρισθεὶς μὲ ἀσβεστοκονίαμα πολλαχ.: Ντουβάριˬα ἀχύλωτα Μποὲμ. Ντόπ. ζωγραφ. 100. 3) Ὁ μὴ χυλώσας, ὁ μὴ μεταβληθεὶς εἰς χυλὸν διὰ τοῦ βρασμοῦ, συνήθως ἐπὶ ἑψομένων ὀσπρίων κοιν.: ᾿Αχύλωτη σούππα-φασολάδα κττ. Ἀχύλωτα ρεβίθιˬα-φασόλιˬα κττ. Συνών. ἀχύλευτος. 4) Ὁ μὴ διαβραχείς, ἐπὶ ξηρῶν καρπῶν Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Συνών. ἀμούσκευτος, ἀμούσκιˬωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA