ἀνειρήνευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνειρήνευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνειρήνευτος ἐπίθ. ἀνερήνευτος Μέγαρ. ἀρήνευτος Μέγαρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *εἰρηνευτὸς<εἰρηνεύω, παρ’ ὅ καί ᾽ρηνεύω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἡσυχάσῃ, ζωηρός, ἄτακτος: Ντά ἀνερήνευτο παιδὶ εἶναι τοῦνο; Κάθου καλά, βρὲ ἀνερήνευτε! Συνων. ἀνάποδος 5 β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/