Γιˬάννακας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Γιˬάννακας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Γιˬάννακας ὁ, πολλαχ Ἰάννακας Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γιˬάν-νακας Ἀμοργ. Γιˬαννάκας Λέσβ. Στερελλ.(Ἅγιος Κωνσταντ.) Γιˬαννακᾶς Εὔβ. (Κουρ.) Γιˬαν-νακᾶς Νίσυρ. Φολέγ.

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ κυρ. ὀν. Γιˬάννης διὰ τῆς παραγωγῆς καταλ. -ακας. Οἱ ἐπὶ τῆς ληγούσης τονιζόμενοι τὐποι κατὰ τὰ μεγεθ. εἰς -ᾶς.

Σημασιολογία

1) Ὑψηλόσωμος, εὔσωμος ἄνθρωπος φέρων τὸ ὄν. Γιˬάννης, ἐπαινετικῶς ἢ σκωπτικῶς πολλαχ.: Φρ. Διάβ’κε τὸ Γιˬάννακα (= ἀπώλεσε τὰς φρένας) Μακεδ. (Λακκοβ. Πάγγ.) Πβ. Γιˬάννης 1. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γιˬάννακας Ἀθῆν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Ξηροκ. Σπάρτ. Τρίπ.) Γιˬαννάκας Ἀθῆν. Λέσβ., ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τύπ. Γιˬάννακας Στερελλ. (Κολάκ.) Σῦρ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Γιˬάννακας Ἀμοργ. Πελοπν. (Γαργαλ. Καρβελ. Ξεχώρ.) 2) Τὸ πτηνὸν Φοινίκουρος ὁ ὠχρόουρος (Phoenicurus ochurus gibraltariensis) τῆς οἰκογ. τῶν Κοσσυφιδῶν (Turdidae) Νίσυρ. Φολέγ. Συνών. γιˬαννάκης, γιˬαννάκος, καλαντζῆς, κοκκινοκόλης, μαυρογιˬάννα, τσουκαλάκος, χαλκιˬάς. 3) Τὸ πτηνὸν ’Ερίθακος ὁ ἑρυθρόλαιμος (Erithacus rubecula) τῆς οἰκογ. τῶν Κοσσυφιδῶν (Turdidae) Κύθηρ. Πελοπν. (Ἄρν. Ζελίν Καμίν. Λεβέτσ. κ.ἀ.) Συνών. βλ. εἰς λ. Γιˬαννάκι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/