Γιˬαννάκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Γιˬαννάκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Γιˬαννάκος ὁ, πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) Γιˬαννάκους βόρ. ἰδιώμ. Γιˬαννακος Εὔβ. Γιˬαννακους Θρᾴκ. (Σουφλ.) Γιˬαννακὸς Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Σηλύβρ. κ.ἀ.) Κάρπ. Κρήτ. (Ἀνατολ. Ἐννιὰ Χωρ. Ἡράκλ.) Κυκλ. Κύπρ. (Λουβαρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Νιγρίτ. Ροδολίβ. κ.ἀ.) Μῆλ. Ὀθων. Πόντ. (Οἰν.) Προπ. (Πάνορμ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) Χίος (Βροντ. Μεστ. κ.ἀ.) Ψαρ. – D. Bikelas, Nom. Faune greque, annuaire 12,219 Th. Heldr., Faune 41 D’Arcy Thomson, Gloss. of birds2 306 - Λεξ. Βλαστ. 426 Γιˬαν-νακὸς Χίος (Πισπιλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ κυρ. ὀν. Γιˬάννης καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκος. Ὁ τύπ. Γιˬάννακος κατὰ τὸ ἀρχικὸν Γιάννης. Ὁ τύπ. Γιˬαννακός καὶ εἰς ἔγγρ. τῶν ἐτῶν 1665 καὶ 1672 ἐκ Μυκ., βλ. Γ. Πετροπ., Νοταρ πράξ. Μυκ., σ. 42, 853. Ὁ τύπ. Γιˬαννάκος καὶ εἰς ἕγγρ. τοῦ 1696 ἐκ Παξῶν, βλ. Γ. Πετροπ., Νοταρ. πράξ. Παξ., σ. 130.

Σημασιολογία

1) Θωπευτ. ἢ εἰρωνικῶς, ὁ Γιˬάννης, τὸ ὁπ. βλ., πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.): Ὡστόσο ἔφτασε ὁ γείτονάς του ὁ Γιˬαννάκος νὰ σκάφτῃ κιˬ αὐτὸς τὸ κηποχώραφὀ του Κρήτ. (Ἡράκλ.) Ὁ Γιˬαν-νακὸς ’ὲθ-θὰ νηστέψῃ γιˬὰ νὰ μεταλάβῃ Χίος (Πισπιλ.) Ἐγὼ κιˬ ὁ Γιˬαννακὸς δὲν ἔχομε καμνιˬὰ γενιˬὰ ἀπὸ τσὶ γονιˬοί μας (γενιˬὰ = συγγένεια Μῆλ. || ᾌσμ. Γυναῖκα, ποῦ ᾿νι τοὺ πιδί; ποῦ ᾿νι οὑ Γιˬαννακός μου; Μακεδ. (Ροδολίβ.) Ὁ Γιˬάννακος ἀγνάντεψε τοὺς κάμπους κιˬ ἀνεβαίνει μὲ δεκαπέντε φλάμπουρα, μὲ δεκοχτὼ παιγνίδιˬα Εὔβ. Καλῶς ἦρτεν ὁ Γιˬαννακὸς νἁ φά’ νὰ πιˬῇ μετά μας Κύπρ. Γιˬαννη, Γιˬάννη, Γιˬαννακό, | πὅφαγες τὸ ποντικὸ μὲ τὸ λάδι, μὲ τὸ ξίδι, | μὲ τὸ κόκκινο κρομμύδι (παιδικ. ᾆσμ.) Προπ. (Πάνορμ.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γιˬαννάκος Ἀθῆν. Πελοπν. (Ἄρν. Γαλατ. Γαργαλ. Ζελίν. Λάγ. Λεχαιν. Πετρίν.) Πόρ. Γιˬαννάκους Θρᾴκ. (Σουφλ.), ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τύπ. Γιˬαννακὸς Λευκ (Φτερν.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) Γιˬαν-νακὸς Χίος (Πισπιλ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Τοῦ Γιˬαννάκου ἡ Στρούγκα Πελοπν. (Γεράκ.) Τοῦ Γιˬαν-νάκου τὸ Μαντρὶ Εὔβ. (Πλατανιστ.) Τ’Γιˬαννακοῦ τοὺ D’βάρ’ Θάσ. Τ’ Γιˬαννακοῦ ἡ Βρύσ’ Στερελλ. (Φθιῶτ.) ’Στοὺς Γιˬαννακοὺς Κέρκ. (Σιναρᾶδ.) 2) Τὸ πτηνὸν Φοινίκουρος ὁ ὠχρόουρος (Phoenicurus), ochrurus), τῆς οἰκογ. τῶν Κοσσυφιδῶν (Turdidae) Κρήτ. (Ἐννιὰ Χωρ.) Κυκλ. Σῦρ. Χίος (Βροντ. Μεστ κ.ἀ.) Ψαρ.- Λεξ. Βλαστ. 426. Συνών. βλ. εἰς λ. Γιˬάννακας 2.3) Τὸ πτηνὸν Ἐρίθακος ὁ ἐρυθρόλαιμος (Erithacus rubecula), τῆς οἰκογ. τῶν Κοσσυφιδῶν (Turdidae). Συνών. βλ. εἰς λ. Γιˬαννάκι 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/