ἀνεκκλησίαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεκκλησίαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεκκλησίαστος ἐπίθ. Σύμ. ἀνεκκλήσιˬαστος Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀνεγκλήσιˬαστος Σίφν. ἀκκλησίαστος Πελοπν. (Γορτυν.) ἀκκλήσιˬαστος Ἤπ. Πελοπν (Λακων.) ἀκκλήσιˬαστους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀκκλήσαστους Σάμ ἀγκλήσιˬαστος Πελοπν. (Λάστ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀνεκκλησίαστος=ἄνευ ἐκκλησίας ἄνευ συνελεύσεως.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ πηγαίνων εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὁ μὴ ἐκκλησιαζόμενος ἔνθ’ ἀν. : Σήμερα ἔμεινα ἀκκλήσιˬαστος Λακων. Αὐτὸ τοὺ σπι’τ’ εἶν᾽ ἀκκλήσιˬαστου Ζαγόρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA