ἀχῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχῶ (Ι) Ἤπ. Πελοπν. (Λάστ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ. ἀχιˬῶ Πελοπν. –Λεξ. Δημητρ. ἀχάω Ἤπ. Κέρκ. ἀχάου Θεσσ. (Ζαγορ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἠχῶ.
Σημασιολογία
᾽Ηχῶ, κροτῶ ἔνθ’ ἀν.: Ἀχάει τὸ ποτάμι ἀπὸ τὰ πολλὰ νερὰ Ἤπ. Ἀπὸ τοὶς ράχες γῦρο ἀχούσανε κουδούνιˬα καὶ βελάσματα ΚΧατζοπ. Πύργ. Ἀκροπότ. 5. ’Σ τὸν ἀέρα αχοῦνε ἀπόβαθα καὶ θλιβερὰ μουγκρητὰ ΚΧατζοπ. Ἀννιὼ 64 || Φρ. Ἀχιˬοῦν τ᾽ ἀφτιˬά μου (αἰσθάνομαι βόμβον εἰς τὰ ὦτα) Πελοπν. || Παροιμ. Φτωχοῦ καμπάνα δὲν ἀχάει, πλούσιˬου δὲν ἀνασαίνει (διὰ πτωχὸν ἀποθανόντα ἡ καμπάνα δὲν ἠχεῖ, ἐνῷ διὰ πλούσιον δὲν διακόπτει τὸν ἦχόν της, διαρκῶς κρούεται· ἐπὶ ἀνισότητος καὶ μετὰ θάνατον) Ἤπ. || Αἴνιγμ. Ἔνα πρᾶμα π᾿ ἀχάει ἡ χώρα (ἡ καμπάνα) Ἤπ. || ᾌσμ. Κιˬ ἀκῶ τὀν ἄνεμο κιˬ ἀχεῖ, μὲ τὰ βουνὰ μαλώνει Λάστ. Ἀχοῦνε κάμποι καὶ βουνὰ καὶ τὰ πουλλιˬὰ σκορποῦνε ἀγν. τόπ. Ἀκόμα στέκει ὁ χορὸς κιˬ ἀχάει τὸ τραγούδι Πελοπν. (Βαλτέτσ.) Καὶ ἀπροσ. ἀχάει, ἀκούεται ἦχος Ἤπ. (Ζαγορ.) Συνών. ἀντιβογγῶ, ἀντιβοΐζω, ἀντιβροντῶ 1, βουΐζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA