Γιάννης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Γιάννης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Γιˬάννης ὁ, κοιν. καὶ Καππ. (Μισθ.) Γιˬά’ς βόρ. ἰδιώμ. Γιˬάτ’ς Θεσσ. (Ἀνατολ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἄνω Κώμ. Βογατσ. Καισαρ. Κοζ.) Γιˬαν-νης Χίος (Πυργ.) Γιˬαν-νης Ἀμοργ. Δονοῦσ. Γιˬάν-νη Τσακων. (Βάτικ. Πραστ. Χαβουτσ.) Γιˬάννες Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Κερασ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ Χαλδ. κ.ἀ) Ἰάννης Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κινίδ. Κωμιακ.) ’Ιάτ’ς Μακεδ. (Σιάτ.) Ζάν-νης Κάλυμν. Γιαννῆς Κύπρ. Λέσβ. Μακεδ. Προπ. (Μαρμαρ.) κ.ἀ. Ἀννῆς Κάρπ. Γιˬέννης Χίος. Πληθ. Γιαννᾶδις Θεσσ. (Ἀνατ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ κύρ. ὄν. Γιˬάννης καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ Ἰωάννης. Κατὰ Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ, 1,241, ἡ λ. ἀπαντᾷ ἤδη κατὰ τὸν 9ον αἰῶνα. Καὶ ὁ τύπ Γιˬαννῆς Βυζαντ., βλ. S. Psaltes, Grammat. byzant. Chron., 168.

Σημασιολογία

1) Τὸ κὺρ. ὄν. Ἰωάννης κοιν. καὶ Καππ. (Μισθ.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Κερασ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Βάτικ. Πραστ Χαβουτσ.): Ἀνακάτωσα τὸν Γιˬαννῆν μὲ τὸν Γιˬωρκῆν, γιατὶ μροιάζουν πολὺ Κύπρ. Σήμερα γιˬουρτάζ’ν οἱ Γιˬαννᾶδις Θεσσ. (Ἀνατολ.) || Παροιμ φρ. Ἔγινε Γιˬάννης τὸ κρασὶ (ἐξίνισεν) Πέλοπν. (Ἐπίδ.) || Παροιμ. Ὄχι Γιˬάννης (παρὰ) Γιˬαννάκης (ἐπὶ φαινομενικὥν μόνον ἀσημάντων διαφορῶν) κοιν. Τί Γιˬάννη, τί παππα-Γιˬάννη (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Κυνουρ.) Πβ. εἰς λ. Γιˬαννάκης. Γιˬάννης πῆγε, Γιˬάννης ἦρθε (δι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι δὲν ὠφελήθησαν καθόλου ἀπὸ σπουδὰς ἢ ταξίδιον ἢ δι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν ἄπρακτοι ἀπὸ ἐργασίαν ἡ ὁποία τοὺς εἶχεν ἀνατεθῆ) κοιν. Γιˬάτ’ς πῆγι, Γιˬά’τς γύρ’ σι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Βογατσ. κ.ἀ.) Γιˬάννης πηγαίνει ’ς τὸ σκολε͜ιό, Γιˬάννης γυρίζει πίσω (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Καλάμ.) Γε͜ιά σου, Γιˬάννη! – Κουκκιὰ σπέρω (δι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἀποκρίνονται ἄλλα ἀντὶ ἄλλων) κοιν. Καλημέρα, Γιˬάννη! - ’Σ τὸ Ροδοβάνι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. (Χαν. κ.ἀ.) Καλημέρα, Γιάννη! - Ἐγδὶν πελεκῶ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ) Πβ. ἀρχ. «Χαίροις, Ὑψιπύλη φίλη· τοὺς ἐμοὺς κορύμβους πλέκω». Σαρανταπέντε Γιάννηδες ἑνὸς κοκόρου γνώση (ἐπὶ τῆς θρυλουμένης εὐηθείας τῶν φερόντων τὸ ὄνομα Γιˬάννης, ἡ ὁποία προῆλθεν ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι μεταξὺ τοῦ συνόλου τῶν διανοητικὥς καθυστερημένων αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι φέρουν τὸ ὄνομα τοῦτο ὑπερτεροῦν ἀριθμητικῶς πρὸς τοὺς ἄλλους ποὺ φέρουν τὰ λοιπὰ ὀνόματα) κοιν. Γιˬάννης κερνάει καὶ Γιˬάννης πίνει (δι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι, παρὰ τὰ φαινόμενα ἐργάζονται ἀμέσως ἢ ἐμμέσως πρὸς τὸ συμφέρον των) κοιν. Ἀκόμα δὲν τὸν εἴδαμε, Γιˬάννη τὸν ἐβγάλαμε - βαφτίσαμε – εἴπαμε - φωνάξαμε - κράξαμε - γράψαμε (δι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι παριστάνουν ὡς ἀσφαλῆ πράγματα λίαν ἀβέβαιοι ἢ δι αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ὑπολογίζουν εἰς ἀνεξέλεγκτα προγνωστικὰ) κοιν. Νὰ σὲ κάψω, Γιˬάννη, νὰ σ’ ἀλείψω μέλι γιˬὰ νὰ γιˬάνῃς (δι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν ἐκ τῶν ὑστέρων νὰ διορθώσουν βλάβην ἢ νὰ ἐπανορθώσουν ἀδικίαν, προσβολήν, διὰ τὴν ὁποίαν ἦσαν οἱ ἴδιοι αἴτιοι, ἔνοχοι) κοιν. Νὰ σὶ κάψου, Γιˬάνν’, καὶ νὰ σ’ ἁλείψου μύξα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ. Θρακ. (Ἀδριανούπ.) Φοβᾶται ὁ Γιˬάννης τὸ θεριὸ καὶ τὸ θεριὸ τὸ Γιˬάννη (διὰ φόβον ἀμοιβαῖον) κοιν. Πότε ὁ Γιάννης δὲ μπορεῖ, | πότε ὁ κόλος του πονεῖ (ἐπὶ φιλασθένων ἢ κατὰ φαντασίαν ἀσθενῶν) κοιν. Κόψε ξύλο κάν’ ’Αντώνη | κι ἀπὸ πλάτανο Μανόλη κιˬ ἂν ρωτᾷς καὶ γιὰ τὸ Γιˬάννη, | ὅ,τι ξύλο κόψῃς κάνει (οἱ φέροντες τὰ ὀνόματα ταῦτα δὲν εἶναι ἔξυπνοι, ὁ δὲ ολιγώτερον ἔξυπνος εἶναι ὁ φέρων τὸ ὄνομα Γιˬάννης) πολλαχ. Ὅπου Γιˬάννης καὶ μάλαμα (οἱ φέροντες τὸ ὄνομα Γιˬάννης εἶναι πολὺ καλοὶ ἄνθρωποι) σύνηθ Βγάλε τὸ παιδί σου Γιˬάννη κι ἀπόλα το ᾿ς τὸ λόγγο (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) ἐνιαχ. Ἄλλη παιδὶ δὲν ἔκανε παρὰ ἡ Μαριˬὰ τὸ Γιˬάννη (δι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐπαινοῦν ἢ φροντίζουν ὑπερβολικὰ τὰ παιδιά των) σύνηθ. Ὅπου γάμος καὶ χαρά, | τρέχα, Γιάννη, μασκαρᾶ (δι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι εἶναι πάντοτε παρόντες εἰς κάθε εἴδους ἐκδήλωσιν) πολλαχ. Ὅπου γάμος καὶ χαρά, |τρέχα, Γιˬάννη, φουκαρᾶ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. Ὅπου γάμος καὶ χαρά, | καὶ ὁ Γιˬάννης μας μπροστὰ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Μπρὸς Μαριˬά καὶ πίσω Γιˬάννης, | πάρα πίσω Καραγιˬάννης (διὰ τοὺς καθισταμένους ὀχληροὺς, ἐπειδὴ συνοδεὺονται πάντοτε ἀπὸ συγγενεῖς ἢ φίλους) Πελοπν. (Λάκων. κ.ἀ.) Σέρνει ὁ Γιάννης τὸν Καγιˬάννη | κ᾿ ἡ Καγιˬάνναινα τὸ Γιˬάννη (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. Γιˬάννην εἶχα, Γιˬάννην ἔχω | κιˬ ἅμα θὰ ξαναχηρέψω, πάλι Γιˬάννη θὰ γυρέψω (δι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν σταθερὰν προτίμησιν εἰς ὄνομα, πρόσωπον ἢ ἀντικείμενον) Αἴγιν. κ.ἀ. Γιˬάννην εἶχα, Γιˬάννην πῆρα. | Τ᾿ εἶχα καὶ τὸν ἄλλαζα; (δ᾿ ἀνώφελον ἀνταλλαγῆν προσώπου ἢ πράγματος δι’ ἄλλου ἐξ ἴσου ἀναξίου ἢ εὐτελοῦς) Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) Ξέρι οὑ Γιˬά’ς τ᾽ἔχ’ ᾿ς τοὺ σακκού’ (δι’ ἀκαίρους συστάσεις ἢ συμβουλὰς αἱ ὁποῖαι δίδονται είς ἄτομα τὰ ὁποῖα ὡς ἐκ τῆς θέσεως ἢ τῆς εἰδικότητός των γνωρίζουν καλύτερον παντὸς ἄλλου τὰ πράγματα). Ἤπ. Ξέρ’ οὑ Γιˬά’ς τ’ ἔχ᾽ ’ς τοῦ dουρβᾶ τ’ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θρακ. (Αῖν. κ.ἀ.) Ἑξήντα χρονοῦ Γιˬάννης, μαστρο-Γιˬάννης δὲ γίνεται (ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀλλάξη τις ἐπάγγελμα είς προκεχωρημένην ἡλικίαν) Σκῦρ. Ὅσο κοιμᾶτ’ ὁ Γιˬάννης, ὄνειρα βλέπει (ὅτι ἡ ἀδράνεια δὲν δύναται νὰ μεταβάλῃ τὴν κατάστασιν) Πελοπν. (Κυνουρ.) Γιˬάννης μὲ Γιˬάννης γίνονται ἀπὸ τὰ χίλιˬα χωριˬὰ (ὅτι διχόνοιαι δύνανται νὰ ἀναφυοῦν καὶ μεταξὺ στενῶν συγγενῶν ἢ φίλων) Πελοπν. (Κόκκιν.) Τὰ θέλε͜ι ὁ Γιˬάννης ’ς τὴ Μαριˬὰ καὶ ἡ Μαριˬὰ ’ς τὸ Γιˬάννη (ἐπὶ ἀμοιβαίων αἰσθημάτων φιλίας ἢ ἐχθρότητος) Κάρπ. Γιˬάννης δουλεύει, Γιˬάννης τρώει (ὅτι ὁ ἐργαζόμενος καρποῦται καὶ τὸ προϊὸν τῆς ἐργασίας) Θήρ. Νίσυρ κ.ἀ. Ἄν δὲ σκουντάψ’ οὑ Γιˬά’ς, χαρὰ ’ς τοὺ Γιˬά’. Ἄν σκουντάψ’ οὗ Γιˬά’ς, τύφλα ’ς τοῦ Γιˬά’! (ἐπὶ τῶν ἐπιρριπτόντων τήν εὐθύνην ἐπιτυχίας ἢ ἀτυχίας ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τοὺς ἄλλους) Μακεδ. (Νάουσ.) Γιὰ σὲ τὰ λέω, Γιˬάννη, νὰ τὰ γροικοῦν οἱ γιˬ-ἄλλοι (ἐπὶ ἐμμέσως διδομένων συμβουλῶν ἢ προσταγῶν) Κρήτ. Συνών. παροιμ. Σένα τὰ λέω, πεθερά, γιˬὰ νὰ τ’ ἀκούῃ ἡ νύφη. Λείπ’ οὑ Γιˬάννους, λείπ’ ἡ γ-ἔννοια (ὅτι τὴν ἀπώλειαν προσώπου ἢ πράγματος ἰσοφαρίζει ἀνάλογον κέρδος) Λέσβ. Ἔχ’ κιˬ οὑ Γιˬά’ς καΐ’ κὶ τό ’βγαλε ’ς τὴ βόλτα (ἐπὶ τῶν ἐπιδεικνυομένων δι’ ἀσήμαντον ἀπόκτημα) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Ὅλα τὰ φαγιˬὰ τοῦ Γιˬάνν’ (ἐπὶ τῶν ἀπλήστων) ἐνιαχ. Γιˬὰ τοὺ Γιˬά’ μίσησα κὶ τοὺν Ἅ-Γιˬάνν’ (ἐπὶ προσώπου μισηθέντος ἐξ αἰτίας ἄλλου) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Εἶδες, ἥλιε μου, τὸ Γιˬάννη; | Οὔτε ἦταν, οὔτ’ ἐφάνη (ἐπὶ ἀπωλείας ἢ ἀποκρύψεως παντὸς ἴχνους προσώπου ἢ πράγματος) Πελοπν. (Λάστ.) Ὅσο νὰ βρῶ τὸ Γιˬάννη, χάνω τὸν κυρ-Γιˬάννη (ἐπὶ δυσκολίας συναντήσεως προσώπου ἢ ἐξευρέσεως ἀναγκαιούντων πραγμάτων) αὐτόθ. Γιˬάννη γύρευε καὶ καρτέρει (ἐπὶ ἀορίστων καὶ ἀμφιβόλων ὑποσχέσεων) ἐνιαχ. Συνών. παροιμ. Τρέχα, γύρευε καὶ Νικολὸ καρτέρει. Βούτα, Γιˬάννη, κ’ ἔβγα πέρα (ἐπὶ τῶν παροτρυνόντων ἄλλους εἰς ἐκτέλεσιν παρατόλμων καὶ ἀβεβαίας ἐκβάσεως πράξεων) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 634. Τῆ Γιˬά’ τὸ βούδ’ σῆ Γιˬάνν’ τὸ χωράφ’ (ἐπὶ ζημίας προξενουμένης ἐξ αἰτίας τοῦ ζημιουμένου καὶ μή ἐνδιαφέρούσης τὸν ὁμιλοῦντα) ΙΙόντ. (Χαλδ.) Ἡ θάλασσα εέν’τον ξύγαλον κι ὁ Γιάννες χουλρ’ ᾿κ εὗρεν (ἡ θάλασσα ἔγινε γιαούρτι καὶ ὁ Γιάννης δὲν βρῆκε κουτάλι· ἐπὶ τῶν μὴ δυναμένων νἀ ἐπωφεληθοῦν εὐκαιρίας πρὸς ἀπόκτησιν πράγματος ἀφθονοῦντος ἤδη, ἀλλὰ σπανίου ἄλλοτε, διότι ἐν τῷ μεταξύ ἐστερήθησαν τῶν ἀπαιτουμένων μέσων) αὐτόθ. || ᾌσμ. Γιˬαννῆ μου, κάτσι φρόνιμα, κάτσι ταπεινουμένα Μακεδ. Γιˬαννοῦ, ’σοὺ πᾷς ’ς τὴν ἐκκλησὰν ὄμορφα στολισμένη καὶ τοῦ Γιˬαννῆ σου τὸ κορμὶν μεσα’ς τοὺς μαύρους λόγγους Κύπρ. Ἀπὸ Θεοῦ λαλιὰ ἔρθεν ὁ Γιάννες θ’ ἀποθάνῃ Πόντ. Γιˬάννη, Γιˬάννη, Κατσιγιˬάννη, | τ’ ἄντερά σου στὸ τηγάνι (ἀπὸ παιδικ σκωπτ. ᾆσμ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιˬάννε, Γιˬάννε καὶ Γιˬαννίτσ’, | ἔμπα κ᾽ ἔβγα σὸ καφούλ’ κι ἅρπαξον τὸ καττοπούλλ’ (ἀπὸ λογοπαίγν· καφούλ’ = θάμνος) Πόντ. (Κρώμν. Τραπ.) Τὸ ὄν. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γιˬαννῆς Ἀθῆν. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. ’Σ τοῦ Γιˬάννη Πελοπν (Λαγκάδ.) Γιˬάννη Κατούνα Κρήτ. ’Σ τοῦ Γιˬάννη τὸ Λάζο Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) ’Σ τοῦ Γιˬάννη τὴ Dρῦπα (σπήλαιον) Δ. Κρήτ. Τοῦ Γιˬάννη ἡ Σκάλα Πελοπν. (Μάν.) ’Σ τοῦ Γιˬάννη Ρούση Πελοπν. (Ὀλυμπ.) ’Σ τοῦ Γιάννη τὴ Συκιὰ Πελοπν. (Τριφυλ.) ’Σ τοῦ Γιˬάννη τὸ Χωριˬὸ Πελοπν. (Μάν.) Γιˬαννᾶες Κύπρ. 2) Τὸ πτηνὸν Φοινίκουρος ὁ ὠχρόουρος (Phoenicurus ochrurus gibraltariensis), τῆς οἰκογ. τῶν Κοσσυφιδῶν (Turdidae) Ἀνάφ. Θήρ. Μῆλ. Χίος (Νένητ.) κ.ἀ.: Οἱ γερανοὶ φέρνουν τὰ κοτσύφιˬα καὶ παίρνουν τσὶ Γιˬάννηδες Ἀνάφ. Οἱ Γιˬάννηδες τὸ βράδυ κοιτάζουνε ’ς τὰ δοκάρια (κοιτάζουνε = φωλιάζουν) αὐτόθ. Συνών. βλ. εἰς λ. Γιˬάννακας 2. 3) Το πτηνὸν Σχοίνικλος ὁ λοφιοφόρος (Vanellus cristatus), τῆς οἰκογ. τῶν Χαραδριιδῶν (Charadriidae) Κύπρ. Συνών. γενίτσαρος, καλημάνι, παγοτσίνι, σκοινοπούλλι. 4) Εἶδος ἀπίου χρώματος πρασίνου Νάξ. (Μέλαν.) 5) Ὁ πλανήτης Ζεὺς ἢ ὁ Ἄρης Στερελλ. (Εὑρυταν. κ.ἀ.) Πβ. Ν. Πολίτ., Παροιμ.. 3,640-641. Συνών. εἰς λ. Γιάννος 7. 6) Τὸ καλλωπιστικὸν φυτὸν Βουγκαινβιλλέα ἡ εὐειδής (Bougainvillea spectabilis), τῆς οἰκογ. τῶν Νυκταγινιδῶν (Nyctaginaceae). 7) Παιδιά, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐντὸς κύκλου σχηματιζομένου ὑπὸ παιδίων ἀλληλοκρατουμένων διὰ τῶν χειρῶν εὑρίσκονται δύο παῖκται. Ἐξ αὐτῶν εἷς μὲ δεμένους ὀφθαλμούς κρατῶν μανδήλιον ἐρωτᾷ τὸν ἕτερον «Γιάννη, ποῦ εἶσαι,»... Ἐκ τῆς φωνῆς δὲ τοῦ ἀποκρινομένου «ἐδῶ εἶμαι» προσπαθεῖ νὰ προσδιορίσῃ τὴν θέσιν του καὶ νὰ τὸν κτυπήσῃ. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ κτυπήματα διδόμενα εἰς τὸν ἀέρα κατορθώνει νὰ κτυπήσῃ ἕναν ἀπὸ τοὺς συμπαίκτας του καὶ οἱ ρόλοι ἐναλλάσσονται Ἰων. (Σμύρν.) Πελοπν. (Μαντίν.) Πβ. εἰς λ. μυλωνᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/