Γιˬαννιˬώτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Γιˬαννιˬώτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Γιˬαννιˬώτης ὁ, κοιν. Γιˬαννώτ’ς βόρ. ἰδιώμ. Γιˬαννιˬώτους Θεσσ. (Ἀργιθ.) Γιννιˬώτης Ἤπ. (Ἰωάνν.) Γιννιˬώτ’ς Ἤπ. (Μελιγγ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. τῆς πόλεως τῆς Ἠπείρου Γιˬάννινα = Ἰωάννινα.

Σημασιολογία

1) Ὁ κάτοικος τῶν Ἰωαννίνων ἢ ὁ καταγόμενος ἐκ τῆς πόλεως ταύτης κοιν.: Ἀποποῦ εἶσαι; - Γιˬαννιˬώτης, γέννημα καὶ θρέμμα. Ἦρθαν πολλοὶ Γιˬαννιˬῶτες νὰ παρακολουθήσουν τὸν ποδοσφαιρικὸν ἀγῶνα τῆς ὁμάδας τους ’ς τὴν Ἀθήνα κοιν. Χουρέψανι βλάχ’κα οἱ Γιαννιῶτ’ς (βλά’κα = βλάχικους χορούς) Σάμ. (Κουμαδαρ.) ᾌσμ. Γιˬαννιˬώτισσα, Γιˬαννιˬώτισσα, | σὲ φίλησα κιˬ ἀρρώστησα Θεσσ. (Κρυόβρ. Συκαμν.) Διˬαβάτη μ᾿, πόθεν ἔρχισι; Γιˬαννιˬώτισσα δὲν παίρνεις; Μακεδ. (Κοζ.) Τ’ ἀκοῦσαν οἱ Γιˬαννιˬῶτις κι ὅλοι φεύγουνι Ἤπ. (Μέγα Περιστ.) 2) Ὁ ψυχρὸς βορειοδυτικὸς ἄνεμος, ὡς προερχόμενος ἐξ Ἰωαννίνων διὰ τοὺς κατοικοῦντας νοτίως καὶ νοτιοδυτικῶς τῆς περιοχῆς ταύτης Ἤπ. (Ἄγναντ. Καταρρ. Μελιγγ. Πλάκ. Πράμαντ. Τσαμαντ.) Θεσσ. (Ἀργιθ. Βαθύρρ. Μεσοχώρ. Μυρόφυλλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Εὐρυταν. Περίστ. Σπάρτ κ.ἀ.) - Δ. Λουκοπ., Ποιμεν Ρούμελ., 59 Πῶς ὑφαίν., 71: Φ’σάει Γιˬαννιˬώτ’ς Περίστ. Οὑ Γιˬαννιˬώτους τοὺ ’φιρι τοὺ χιˬόν’ Ἀργιθ. Ἅμα τραύαϊ οὑ Γιˬαννιˬώτ’ς, π’θαίναμαν (τραύαϊ = φυσοῦσε, π’θαίναμαν = ὑποφέραμε πολὺ ἀπὸ τὸ κρύο) Καταρρ. Τραυάει Γιˬαννιˬώτ’ς ἀέρας κὶ θὰ ξαστιρώσ’ ᾽ Ἄγναντ. Οὑ Γιˬαννώτ’ς δὲ dοὺ π’ράζ’ ἰδῶ, γιˬατ᾿ εἶ’ ἀπόγουνου τοὺ μέρους (ἀπόγουνου = ὑπήνεμον) Πλάκ. Ὅταν φ’σάῃ Γιˬαννιˬώτης ὁ κοκκαλωτής, βάνει τὸν καθένα ’ς τὸ καβούκι του Δ. Λουκόπ., Πῶς ὑφαίν., 71. Συνών. Ἀρβανίτης 3, Γιˬαννιˬώτικος 2, Καραγιˬαλῆς, Καράλης, τραμουντάνα. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γιαννιώτης Ἀθῆν. Ἤπ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Στερελλ (Ἀσπρόπυργ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/