Γιˬάννος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γιˬάννος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Τυπολογία
Γιˬάννος ὁ, πολλαχ. Γιˬάννους βόρ. ἰδιὠμ. Ἰάννος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ κυρ. ὀν Γιάννης κατὰ τύπ. μεγεθ. Ἡ λ. καὶ εἰς ἕγγρ. τοῦ 1665. Βλ. Γ. Πετροπ., Νοταρ. πράξ. Μυκ., σ. 286.
Σημασιολογία
1) Κύρ. ὄν. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Οὑ Γιˬάννους εἶνι ἀκέρδιφτους κὶ δὲ μπουρεῖτι νὰ τοὺν κουρουϊδέψιτι μὶ τίπουτις Στερελλ. (Περίστ.) Εἶνι πουλὺ ζαντὸς οὑ Γιˬάννους (ζαντὸς = νευρικός, ἰδιότροπος) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Οὔ Γιάννους θὰ ξικ’νίσ’ γιὰ τοὺ ταξίδ’ τ’ ἀπόλαμπρα αὐτόθ. || Παροιμ. Ἄλλη δὲν ἐγέννησε παρὰ ἡ Μαριˬὰ τὸ Γιˬάννο (ἐπὶ τῶν καυχωμένων ἀποκλειστικῶς διὰ τὰ ἰδικά των ἐπιτεύγματα) Πελοπν. (Σκορτσιν.) Τρέχα Γιˬάννο γύρευε καὶ Νικολὸ καρτέρει (ἐπὶ ἀορίστων καὶ ἀμφιβόλων ὑποσχέσεων) Ἀθῆν. Συνών. παροιμ. Τρέχα γύρευε καὶ Νικολὸ καρτέρει. || Ασμ. Γιˬὰ σήκω ἀπάνω, Γιˬάννο μου, καὶ μὴ βαρυκοιμᾶσαι Πελοπν. (Γορτυν.) Μὴν εἴδαταν τὸ Γιˬάννο μου, τὸ Γιˬάννο καμαριˬάρη; Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Ἐσὺ τὰ σπέρνεις, Γιˬάννο μου, κιˬ ἄλλος θὰ τὰ θερίσῃ Πελοπν. (Δημητσάν.) Οὑ Γιˬάννους φίδι σκότουσι ’ς τὴ μέσ’ ἀποὺ τὴ στράτα Μακεδ. (Σίτ.) Κιˬ ἀπόμ’’ οὑ Γιάννους μουναχὸς μὶ πράτα κὶ μὶ γίδιˬα (πράτα = πρόβατα) Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Ὁ Γιάννους κάνει μνιˬὰ χαρά, χαρὰ ’ς τὸν ἀνιψό του Ἤπ. (Μαζαρακ.) Μάννα μ’, Γιˬάννος μὲ κάλεσε κουμπάρα νὰ μὲ κάνῃ Εὔβ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γιˬάννος Ἀθῆν. Πελοπν. (Λεχαιν.) Προποντ (Πάνορμ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Γιάννος Μακεδ. (Σταυρ.) Πελοπν. (Μάν.) Σαμ. (Μυτιλην.) ’Στ’ Γιˬάννου τ᾽ Βρύσ’ Θεσσ. (Πήλ) 2) Τὸ πτηνὸν Ἐρίθακος ὁ ἐρυθρόλαιμος (Erithacus rubecula), τῆς οἰκογ. τῶν Κοσσυφιδῶν (Turdidae) Πελοπν. (Βερεστ. Λακων κ.ἀ.): Ποίημ. Κορατζῖνα μπιρμπιλή, δὲν παντρεύεσαι, μωρή; - Ποιόν νὰ πάρω, ἀφέντη Γιˬάννο; Πᾶρ ἐμὲ τὸν τζιπουργιˬάννο! Βερεστ. Συνών. βλ. εἰς λ. Γιˬαννάκι 3. 3) Τὸ κληματῶδες φυτὸν Στρύχνος ὁ γλυκύπικρος (Solanum dulcamara), τῆς οἰκογ. τῶν Στρυχνωδῶν (Solanaceae) Ἤπ. (Μαργαρ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών κερασιˬά 2. 4) Εἶδος φυτοῦ ποώδους μὲ ἄνθη εὐώδη Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. βλ. εἰς λ. Γιˬαννάκι 4. 5) Ὁ πλανήτης Ζεύς Πελοπν. (Καλάβρυτ.) - Λεξ. Βλαστ 305 κ.ἀ. : ᾎσμ. Ὁ Γιˬάννος βγαίνει’ς τὰ βουνὰ κ’ ἡ Μαρουδιˬὰ ’ς τοὺς κάμπους Καλάβρυτ. 6) Ὁ πλανήτης Ἑρμῆς Πελοπν. (Λάστ.) 7) Ὁ ἀστὴρ Βοώτης Πελοπν. (Ἀχαΐα). 8) Ὁ πλανήτης Ἄρης Πανδωρ 8 (1859), 423. 9) Εἶδος παιδιᾶς, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παῖκται διέρχονται εἰς σειρὰν διὰ τῆς γεφύρας, τὴν ὁποίαν σχηματίζουν διὰ τῶν χειρῶν των δύο ἐξ αὑτῶν ἀντικρυστὰ ἱστάμενοι καὶ ᾄδοντες Ἐγώ ’μαι ὁ Γιˬάννος | ὁ στρατολᾶτος, | στράτα γυρεύω | γιὰ νὰ περάσω. Οἱ σχηματίζοντες τὴν γέφυραν ᾄδουν εἰς ἀπάντησιν: Πο͜ιός εἷναι τοῦτος τώρα τὴ νύχτα; καὶ συλλαμβάνουν τὸν ἑκάστοτε τελευταῖον, τὸν ὁποῖον ἑρωτοῦν «ἡλιος ἢ φεγγάρι» καὶ ἀναλόγως τὴς ἀπαντήσεως τὸν τοποθετοῦν εἰς τὴν οἰκείαν ὁμάδα Πελοπν. (Κυνουρ. Μαντίν. Τρίκκ. κ.ἀ.) Συνών. γεφυράκι, Λαγογιˬάννος, μέλισσα. Γιˬαννούδι τό, Κρήτ. κ.ἀ. Γιˬαννούδιν Κύπρ. (Γερμασ.) Ὑποκορ. τοῦ κυρ. ὀν. Γιˬάννης διὰ τῆς καταλ. -ούδι, παρὰ τὴν ὁπ. καὶ -ούδιν. 1) Κύρ. ὄν. ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ἁγιˬα-Μαρῖνα ταὶ τυρά, ποὺ ᾿ποτοιμίζεις τὰ μωρά, ᾽ποτοίμισ᾿ τὸ Γιˬαννούδι μου Κύπρ. 2) Τὸ πτηνὸν Τρωγλοδύτης ὁ γνὴσιος (Troglodytes troglodytes), τῆς οἰκογ. τῶν Τρωγλοδυτῶν (Troglodytidae). Συνών. καρυδάκι, κολύμπρι, τρυπαλίδι, τρυποβατούδι, τρυποκαρύδα, τρυποκάρυδο, τρυποφράχτης, ψαθράκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA