γιˬανὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬανὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬανὸς ἐπίθ. Κάσ. Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. τοῦ ρ. γιˬαίνω. Ἡ λ. ὑπὸ τύπ. ’ι ˬανὸς καὶ εἰς Ἐμμ. Γεωργιλᾶ, Θανατ. Ρόδ. στ. 537 (ἔκδ. Wagner,, σ. 49): «νά ’σαι ᾿ιˬανὸς ἀφ’ τὸ κορμί, νὰ χάσῃς καὶ τὴν σπλῆνα».

Σημασιολογία

1) Ὑγιὴς Κάσ.: Ἤμουν γιανός. 2) Ἀκέραιος, σῶος Μεγίστ. Ἕνα γιανὸ ψωμὶν ἔφαεν || Παροιμ. Αὐτὸς θέλει τσαὶ τὴν πίτταν γιˬανὴν τσαὶ τὸ σκύλλο χορτᾶτον (ἐπὶ τῶν ἐπιζητούντων κέρδος, ἀλλ’ οὐδεμίαν προσωπικὴν θυσίαν εἰς ἀντάλλαγμα δεχομένων).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/