γιˬάντα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬάντα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μόριο
Τυπολογία
γιˬάντα μόρ. ἐρωτημ. γιˬάε͜ιdα Κρήτ. γιˬάντα Εὔβ. (Ἀνδρων. Κάρυστ. Κονίστρ Κουρ. Κύμ. Ὀξύλιθ. Πλατανιστ κ.ἀ.) Σκύρ. Χίος (Βροντ. Ἐγρηγόρ. Φυτ. κ.ἀ.) γιˬάνdα Ἀστυπ. Ἡράκλ. Κάσ. Κουφονήσ. Κύπρ. Κῶς Μεγίστ. Νίσυρ. Πάτμ. Σίφν γιˬάd-dα Κάλυμν. γιˬάdα Ἀντίπαρ Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Θήρ. Κίμωλ. Κρήτ. Κύθηρ. Μῆλ. Μύκ Νάξ. (Βόθρ. κ.ἀ.) Πάρ (Λεῦκ. κ.ἀ.) Σῦρ. Τῆν. ζιˬάdα Ἀστυπ. Κάλυμν. ᾿ιˬάdα Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) γιέdα Μέγαρ.
Ετυμολογία
γιˬάντα
Σημασιολογία
Εἰς εὐθείας καὶ πλαγίας ἐρωτήσεις, διατί, διά τίνα λόγον ἔνθ’ ἄν.: Γιˬάdα-γιˬάε͜ιdα δὲ μοῦ τό ’λεγες; Κρήτ. Γιˬάντα ἔν ἧρτες, ποὺ σὲ ἤθελα; Εὔβ. (Κονίστρ. Κουρ.) Γιˬάνdα μοῦ τό ’λες; Σίφν. Γιˬάντα δὲν ξεφυτρώνει τόσους μῆνες τώρα; Χίος Γιˬάdα μ᾿ ἔδειρες; Θήρ. Γιˬάνdα μ’ ἔκλεψες ἀπὸ τοὺς γονιˬούς μου; Ἀστυπ. Γιˬάdα μανίζεις, ὅdα σοῦ λένε τὴν ἀλήθεια Κρήτ. (Ἀνατολ.) Ζιˬάdα ν᾿ ἀρρωστήσῃς; Κάλυμν. Μουρέ, ’ιˬάdα κ᾽ ἤτρεχες; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μὰ γιˬάdα ’ργεῖ ἡ γυναῖκα νὰ ’ρθῇ; (ἐκ παραμυθ.) Κρήτ (Πεδιάδ.) Ρωτᾷ με γιˬάdα τρῶς βροῦβες αὐτόθ. Ἔ, ποῦ ᾿ὰ σὲ φᾷ ἡ σκουρδούλα, γιˬάντα εἶπες ᾶβανιές; (σκουρδούλα = πανώλης, ἀβανιˬὲς = συκοφαντίες) Χίος (Φυτ.) Δὲ gατέχω γιˬάdα μ᾽ ἔχει ὁ Θεὸς καὶ ζηῶ ἀκόμη; Κρήτ. Ἅι-Γιάννη, γιάdα γύρισες; (ἐξ ‘επῳδ.) Κρήτ. Ἅι-Γιάννη Πρόδρομε, γιˬάνdα ’ὲν τρῶς; γιˬάνdα ’ὲν πίν-νεις; γιάνdα ’ὲν περιδιαβάζεσαι; (ἐξ ἐπῳδ.) Νίσυρ. || Παροιμ. Γιˬάdα πέσαν τὰ χιόνια; - Γιˬὰ νὰ πονοῦν τὰ νύχια (ἐπὶ τῶν ἐπιζητούντων νὰ ἀποδώσουν ὡς ἀποτελέσματα ὡρισμένων αἰτίων ἀσήμαντα πράγματα διάφορα τῶν πραγματικῶν) Σῦρ. Ἁποὺ σοδιάζει εἴκοσι καὶ διˬασκορπᾷ σαράdα εἰς τὴ φ’λαὴ τὸ βάνουνε καὶ δὲ gατέει γιˬάdα (δι’ αὐτοὺς πού δαπανοῦν περισσότερα ἀπ’ ὅσα ἀποκτοῦν) Κρήτ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Γιˬάdα ’ναι τοῦ λύκου ὁ καφᾶς χοdρός; - Γιˬατὶ κάνει τὴ δουλε͜ιά dου μοναχός του (καφᾶς = τράχηλος· ὅτι ὁ ἀμέσως ἐνδιαφερόμενος ἐκτελεῖ καλύτερον παντὸς ἄλλου τρίτου τὸ ἔργον του) Κρήτ. (Πεδιάδ.) || Γνωμ. Ὅλες τοῦ Μάρτη φύλαε | καὶ τ’ Ἀπριλιοῦ ὢς τσὶ δώδεκα, εἶπα μου κι ὡς τσὶ τριάdα, | μὰ δὲ dὸ ξέρω γιˬάdα (πολλάκις καὶ κατὰ τοὺς μῆνας Μάρτιον καὶ Ἀπρίλιον ἐνσκήπτει ὑπερβολικὸν ψῦχος) Μῆλ. || ᾌσμ. Γιˬάdα, μωρέ, δὲν ἔφερες γυναῖκα εἰς τὸ σπίτι, ποὺ ἔκαμα τὰ ἔξοδα κ᾽ ἔσφαξα καὶ τὸ ’ρίφι; Κύθηρ. Περνᾷς καὶ δὲ μὲ χαιρετᾷς, μὰ δὲ gατέω γιˬάdα Κρήτ. (Ἀνατολ.) Ὅλος ὁ κόσμος κιˬ ὁ dουνιᾶς κ’ ἡ γῆ κι ὅλα τὰ πάdα μοῦ λένε νὰ σ’ ἀπαρνηθῶ, μὰ ᾽γὼ τοὺς λέω γιˬάdα Κρήτ. (Μεραμβ.) Σὰ θὲς ἐσὺ νὰ παdρευτῇς, γιˬάdα δὲ μοῦ τὸ λέεις; Κρήτ. (Μαλάκ.) Κλαῖγε τον Κεχρογιˬώργαινα τὸν ὄμορφό σου ἄdρα, τ’ ἁμάξι τόνε σκότωσε, μὰ δὲ gατέεις γιˬάdα Κρήτ. (Ἀρχάν.) Ὥς πότε θὰ τὸ λὲς τὸ ναὶ καὶ τ’ ὄχι θάν’ ναι πάνdα κι ὥς πότε τῆς καρδούλας μου θὰ τῆς τὸ λὲς τὸ γιˬάνdα; Κάσ. Μὰ γιˬάνdα καὶ τὴν ἄνοιξες τὴν bόρτα τοῦ μητάτου κ’ ἐμbήκανε τὰ πρόβατα κ᾿ ἐκάναν ἀνωκάτου; Κουφονήσ. Ὄμορφη μέρα σήμ-μερι μὲ τὶς χρυσὲς τὶς ὧρες μὰ γιˬάνdα νὰ δακρύντζουσιν dῶν ἐμμαδτζῶ μ’ οἱ κόρες; Ἀστυπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA