γιˬάντες

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬάντες

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬάντες τό, πολλαχ. γιˬάντις βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬάνdες Λέρ. γιˬάdες ἐνιαχ. γιˬάdις Βιθυν. (Πιστικοχ.) γιˬάdιs Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Σιάτ.) γιˬάτες Κῶς Πόντ. γιˬάτις Ἤπ. Μακεδ. (Κοζ.) ᾽ιˬάdες Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾽ιˬάdις Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Μακεδ. (Δρυμ.) jάdις Σάμ. γιˬάdε Κρήτ. γιˬάdα ἡ, Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ yadest < yadetmek = ἐνθυμίζω. Ὁ τύπ γιˬάdα προῆλθεν ἐκ τῆς ἐκδοχῆς τοῦ γιˬάντες ὡς πληθ. θηλ. γένους.

Σημασιολογία

1) Εἶδος παιδιᾶς, κατά τὴν ὁποίαν δύο παῖκται στοιχηματίζουν δι᾽ ὡρισμένον ποσὸν καταβλητέον εἰς χρῆμα ἢ εἶδος. Ἡ παιδιὰ αὐτὴ ἀρχίζει ὡς ἑξῆς: Ὅταν τρώγουν ὄρνιθα, λαμβάνουν οἱ δύο ὑποψήφιοι διὰ τὸ στοίχημα τὸ διχαλωτὸν ὀστοῦν τὸ ὁποῖον σχηματίζεται ἀπὸ τὰς κλεῖδας αὐτῆς καὶ τὸ διαχωρίζουν λαμβάνοντες ἑκάτερος τὸ ἕτερον σκέλος καὶ λέγοντες συγχρόνως «γιάντες». Κερδίζει δὲ κατ’ ἀρχὴν αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀπέσπασε τὸ μεγαλύτερον μέρος τοῦ ὀστοῦ. Ἀκολούθως προσφέρει ὁ εἷς πρὸς τὸν ἄλλον διάφορα ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα ὁ λαμβάνων προτοῦ νὰ τὰ ἐγγίσῃ, πρέπει νὰ δηλώσῃ τὴν φράσιν «τὸ ξέρω» (= τὸ ἐνθυμοῦμαι τὸ στοίχημα, τὸ ἔχω ὑπ᾽ ὄψιν μου), ἐὰν ὅμως τὸ πάρῃ χωρὶς νὰ προδηλώσῃ τὴν ἀνωτέρω φράσιν, ὁ δίδων τὸ ἀντικείμενον ἀναφωνεῖ «γιάντες!» καὶ εἶναι ὁ κερδίσας τὸ στοίχημα πολλαχ.: Ἐβάλαμε ἑκατὸ δραχμὲς γιάντες καὶ τὶς κέρδισα Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Μὶ τ᾿ς γιˬάdις πιάναμι στοιχήματα Βιθυν. (Πιστικοχ.) Ἤβαλα γιˬάdες μὲ τὸν Ἀναστάση Θήρ. Ἔλα νὰ κάνουμ’ γιˬάντις Ἤπ. (Ζαγόρ.) Βάλαμε γ-γιˬάτες κὶ ἤχασα Κῶς (Πυλ.) Πλιˬάσμα νι γιˬάντις (τὸ πιάσαμε γιάντες) Τσακων. (Χαβουτσ.) Ἐβάλαμε γιˬάτες, ἂς τεροῦμε ποιὸς ᾿ὰ κερδίζ’ (βάλαμε στοίχημα, νὰ ἰδοῦμε ποιὸς θὰ κερδίσῃ) Πόντ. || Φρ. Μ᾽ ἔπιξι γιάτις (= μὲ ἐξηπάτησε διὰ τεχνάσματος) Μακεδ. (Κοζ.) 2) Εἶδος λαχνισμοῦ, κατὰ τὸν ὁποῖον εἷς τῶν παικτῶν προτείνει εἰς ἕτερον τούς κλειστούς του γρόνθους, εἰς ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων ἔχει περικλείσει νόμισμα ἢ ἄλλο τι. Ἐὰν οὗτος πιάσῃ τὸν γρόνθον ὅπου ἔχει τὸ νόμισμα κ.λ.π., θεωρεῖται νικητὴς καὶ τὸ κερδίζει Μακεδ. (Δρυμ.) 3) Αὐτὸ τὸ ὀστοῦν τῆς κλειδὸς τῆς ὄρνιθος πολλαχ. β) Τὸ περὶ τὰς κλεῖδας τῆς ὄρνιθος κρέας ἐνιαχ.: Ποιˬὸς ἔφαϊ τ᾿ς γιˬάντις; Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/