ἀνέλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνέλλο τό, πολλαχ ἀνέλλα ἡ, Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ’Ιταλ. οὐσ. anello.

Σημασιολογία

1) Ὡς ναυτικὸς ὅρ. ὁ μέγας κρίκος τῆς ἀγκύρας ὁ χρησιμεύων διὰ νὰ δεθῇ αὕτη εἰς τὴν ἅλυσιν πολλαχ. Συνών. κουλούρα,κουλούρι. 2) Κόσμημα ἐκ χρυσοῦ ἢ μαργαρίτου ᾠοειδές, διάτρητον, ἀποτελοῦν τμῆμα τοῦ περιδεραίου ᾿Ιος: Ἡ κολαΐνα μου ἔχει εἴκοσι ἀνέλλα μαργαριτάρι. 3) Ὁ κανὼν τοῦ στατῆρος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου σημειώνονται αἱ ὀκάδες Πελοπον.(Λακων.) Συνών. βέργα, χέρι τοῦ κανταριˬοῦ. 4) Ὁ στροφεὺς τοῦ παραθύρου Πελοπν. (Λακων.) Συνών. μάσκουλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/