ἀνέλπιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέλπιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνέλπιστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀνέλπιστους βόρ. ἰδιώμ. ἀνέρπιστος Κύπρ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀνόλπιστος Ανδρ (Κόρθ.) Πελοπν (᾿Αρκαδ. Καλαβρυτ Κορινθ. Λακων Μάν.) Τῆν. κ. ἀ.-Λεξ. Δημητρ. ἀνόλπιστους Μακεδ ἀνόρπιστος Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Μεγίστ. Πελοπν.(Λακων.) Ροδ.-Λεξ. Δημητρ. ἀνέλπιστε Τσακων. ἀνόλκιστε Τσακων. ἀνόρκιστε Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀνέλπιστος. Τὸ ἀνόρπιστος καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἀπροσδόκητος, αἰφνίδιος κοιν. : Αὐτὸ ἦταν ἀνέλπιστο. Πράγματα ἀνέλπιστα. Τύχη ἀνέλπιστη. Κακὸ-καλὸ ἀνέλπιστα Μᾶς βρῆκε ἀνέλπιστη περίστασι. Ἀπὸ τ᾿ ἀνέλπιστα ἦταν τοῦτο κοιν. Συνών. ὢ ἐν λ. ἀνέλπιδος 1. β) Τὸ οὐδ. οὐσ.. τὸ ἀπροσδόκητον, τὸ ἀπρόοπτον κακὸν πολλαχ.: Τὸν ηὗρε ἀνόλπιστο Πελοπν. (Μάν.) Νὰ τὸν εὕρῃ τ᾽ ἀνόρπιστο! (ἀρὰ) Πελοπν. (Λακων.) Ἀνόρπιστον νὰ σοῦ ᾽ρτῃ ! (ἀρὰ) Κῶς ǁ Παροιμ. Τὸν ηὕρ’ ἀνόλπιστο ᾿ς τὴ μέση τοῦ σπιτιˬοῦ του (ἐπὶ ἀπροόπτου κακοῦ, τὸ ὁποῖον ἐλάχιστα θὰ ἠδύνατό τις νὰ περιμένῃ) Λακων. 2) Ἐκεῖνος περὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἐλπίζει τις ὅτι δύναται νὰ πράξῃ τι, ἀδέξιος Κυπρ.: Ἐφαίνετο ὤς τώρᾳ ἀνέρπιστος γιˬα τέτο͜ιες δουλε͜ιές. Τούτην τήν δουλ-λε͜ιάν ἔν’κἀνένας ἀνέρπιστος ποῦ τήν ἔκαμεν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/