ἀνεμίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνεμίδι τό, (ΙΙ) Κεφαλλ. Μεγαρ.-Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνεμίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. - ίδι, περὶ ἧς ἰδ. ΒΦάβην ἐν ’Αθηνᾷ 45 (1933) 359.
Σημασιολογία
1) Κατὰ πληθ. ἀνεμίδιˬα, τὰ περιβλήματα τῶν κόκκων τῶν σιτηρῶν ἣ τῶν ὀσπρίων τὰ παρασυρόμενα κατὰ τὸ λίχνισμα ὑπὸ τοῦ ἀνέμου Μέγαρ.-Λεξ. Δημητρ.: Ἀνεμίδιˬα τοῦ σιταριοῦ Λεξ. Δημητρ. 2) Ὁ σομφὸς κόκκος δημητριακῶν ἢ σταφίδος μετὰ τῶν λοιπῶν ἀπορριμμάτων, τὰ ὁποῖα μένουν ἐντὸς τοῦ κοσκίνου μετὰ τὸ λίχνισμα Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA