ἀνεμίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνεμίδι τό, (ΙΙΙ) ἀνεμίδιν Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀνεμίδι Ζάκ Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀλμαλ.) ’Ιόνιοι Νῆσ. Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ. ’Αρκαδ. Γορτυν Λάστ Μεσσ. ᾿Ολυμπ. Σουδεν. Συκεˬὰ Κορινθ. Τρίκκ.) Πόντ.(Ἀμισ.) Προπ. (Κύζ.)-Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀνιμίδιν Πόντ. (Οἰν.) ἀνιμίδ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνέμη.

Σημασιολογία

1) Ἀνέμη 1, ὃ ἰδ. Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀλμαλ.) Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ. ᾿Αρκαδ. Λάστ. ᾿Ολυμπ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Οἰν.) Στερελλ. (Αἰτωλ)-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: ᾊσμ. Τ᾿ ἀνεμίδι σου ἀσημένιˬο κ᾿ ἡ κλωνά σου εἶναι χρυσῆ Λεξ. Δημητρ. Κόκκινη κλωνὰ δεμένη, | ᾽ς τ᾿ ἀνεμίδι μπερδεμένη, βάλ’ τση κλότσο νὰ γυρίσῃ, | παραμύθι ν᾿ ἀρχινήσῃ (ἀρχὴ τῶν παραμυθίων) Ζάκ. 2) Τὸ ταλασιουργικὸν ὄργανον ροδάνη Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν. (Γορτυν. Κορινθ. Σουδεν.) Προπ. (Κύζ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/