ἀνεμιστήρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμιστήρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνεμιστήρι τό, Πάρ.-Λεξ. Γαζ. (λ. ριπίδιον) Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. ἀνεμιστήρ’ Α.Ρουμελ.(Φιλιππούπ.) ἀνιμιστήρι Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀνιμιστήρ’ Μακεδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ του ρ. ἀνεμίζω (Ι).

Σημασιολογία

Ὄργανον διά τοῦ ὁποίου προκαλοῦμεν ρεῦμα ἀέρος, ριπίδιον ἔνθ' ἀν.: Φυσοῦ τή φουτιˬά μι τ’ ἀνιμιστήρι Λιβύσσ. Συνών. ἀεριστήρι, ἀεριίστρα, μυιγιˬαστήρι, ξεμυιγιˬαστήρι, ριπίδι, φυσερό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/