ἀνεμιστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμιστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεμιστὸς ἐπίθ. Κύπρ.-Λεξ. Βλαστ. 829
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνεμίζω (Ι).
Σημασιολογία
1) Ὁ κινούμενος ὡσεὶ ὑπὸ ριπῆς ἀνέμου, ὁ κυματίζων Λεξ. Βλαστ. ἔνθ᾿ ἀν.: Φουφουλόβρακα τσακιστὴ κιˬ ἀνεμιστή. 2) Οὐσ., ὁ χρόνος καθ’ ὃν ἀλωνίζουν καὶ λικμίζουν τὰ σιτηρά, ἤτοι ὃ Ἰούλιος καὶ ὁ Αὔγουστος Κύπρ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Ανιμ’στὸς καὶ ὡς τόπων. Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA