ἀνεμοβλογιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοβλογιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνεμοβλογιˬὰ ἡ, ἀνεμοβλογία Μέγαρ. ἀνεμοβλογιˬὰ σύνηθ. ἀνιμουβλουγιˬά βόρ. ἰδιώμ. ἀνεμοφλογιˬὰ Θήρ.Πληθ. ἀνιμουβλουγιˬές Λέσβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ βλογιˬά. Τὸ ἀνεμοφλογιˬά ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ φλογίζω-φλογισμένος.
Σημασιολογία
Λοιμώδης νόσος τῶν παιδίων χαρακτηριζομένη διὰ διαδοχικῶν ἐκφύσεων φυσαλλιδώδους ἐξανθήματος εἰς τὸ δέρμα : Τὸ παιδὶ ἔβγαλε τὴν ἀνεμοβλογιˬά. Πβ. ἀραποβλογιˬά, βλογιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA