ἄψαλτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄψαλτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄψαλτος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἄψαλλος Κρήτ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μέσν. ἐπίθ. ἄψαλτος. Τὸ ἄψαλλος νεώτερος σχηματισμὸς ἐκ τοῦ ἐνεστῶτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ψαλείς, ἐπὶ ἐκκλησιαστικοῦ ᾄσματος πολλαχ.: Ἄψαλτο τροπάρι. Ἄψαλτη καταβασία πολλαχ. 2) Ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἐψάλη ἡ συνηθισμένη ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία, ἐπὶ κολλύβων, νεκροῦ κττ. πολλαχ.: Κόλλυβα ἄψαλτα. Τὸν ἔθαψαν ἄψαλτο πολλαχ. «Νὰ καταποντισθῇ εἰς τὸ κῦμα ἄψαλτος, ἀσαβάνωτος, αμοιρολόγητος» ΑΠαπαδιαμ. Νοσταλγ. 92 || Φρ. Πῆγε ἄψαλτος (κατεστράφη ταχέως καὶ παντελῶς) Λεξ. Δημητρ. Νικρός ἄψαλτους (ἐπὶ λίαν φιλασθένου καὶ ὠχροῦ) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) β) Μεταφ. ὁ μὴ ἐπιπληχθεὶς (πβ. τὴν φρ. τοῦ τά ᾿ψαλε=τὸν ἐπέπληξε) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) –Λεξ. Πρω. Δημητρ. 3) Ὁ μὴ ὑμνούμενος δι’ ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων Κρήτ.: ᾎσμ. Ἄψαλλη κιˬ ἀλειτρούητη να’ σαι, ἁγιˬὰ Ἑλένη, ποῦ δὲν ἐπαρηγόρησες τὴ μάννα τὴ θλιμμένη. β) 'Ο μὴ λειτουργούμενος, ὁ ἄνευ λειτουργίας, ἐπὶ ναοῦ πολλαχ.: Ἄψαλτο ’ξωκκλήσι. Συνών. ἀλειτούργητος 1. 4) Ἐνεργ. ἐκεῖνος ὅστις δὲν ἔψαλε σύνηθ.: Θύμωσε ὁ ψάλτης κιˬ ἔφυγε ἄψαλτος Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA