ἀνεμογαλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμογαλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεμογαλιˬάζω Δ.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γαλιˬάζω ἢ ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνεμόγαλα.

Σημασιολογία

Ὑφίσταμαι ἔλλειψιν τοῦ γάλακτος ἕνεκα νόσου : Ἀνεμογάλιˬασε τό ὀζῷ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/