ἀνεμογυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμογυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεμογυρίζω ’Ιων. (Κρήν.) Κρήτ Κύθν. Πελοπν. (Λακων) ἀνιμου’ρίζου Σαμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ ρ. γυρίζω.
Σημασιολογία
1) Περιστρέφω τι εἰς τὸν ἄνεμον διὰ νὰ τὸ καταφέρω κατά τινος Σαμ Φρ. Τ᾿ ἀνιμουγύρ’ξι μιὰ (τὸν ἐκτύπησεν). 2) Ἐξαφανίζω (ὡς ὁ ἄνεμος τὴν κόνιν περιδινῶν αὐτὴν) Κύθν. 3) Αμτβ. περιφέρομαι ἀσκόπως Ἰων. (Κρήν.) Πελοπν. (Λακων): Τί ἀνεμογυρίζεις;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA