ἀνεμοκαυκαλιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμοκαυκαλιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνεμοκαυκαλιˬὰ ἡ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνεμοκαύκαλος.

Σημασιολογία

Πρᾶξις μωρά, ἀπερίσκεπτος: Χίλιˬες ἀνεμοκαυκαλιˬὲς ἔχω καμωμένες, μὰ ἡ χειρότερ᾽ ἀπὸ ὅλες ἤτονε ἡ παιdρε͜ιά. Ἤκαμα ᾿ώ μιὰν ἀνεμοκαυκαλιˬὰ ποῦ ’πρεπε νὰ τὸ πουλήσω τὸ μουλάρι, ὅdε μὀδώνασι τζοὶ ἕξι χιλιˬάδες, τώρᾳ μήτε τέσσερεις δέ bαίρνω. Συνών. ἀνεμοκαφαλιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/