ἀνεμοκέφαλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοκέφαλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεμοκέφαλος ἐπίθ. Κρήτ. Ναξ (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ κεφαλὴ ἣ κεφάλι.
Σημασιολογία
1) Ἀνεμοκαύκαλος, ὃ ίδ., ἔνθ’ ἀν. : Δέν τὸν ἀφίνετε κ᾽ εὐτὸ dὸν ἀνεμοκέφαλο νά χτυπᾷ τὴ gεφαλή dου, μόνο κάθεστε καὶ μιλεῖτε του, ἀφοῦ χίλιˬα δυˬὸ νὰ τοῦ λέτε δὲ bιˬάνουνε τόπο! Ἀπύρανθ. Κωπέλλι ἀνεμοκέφαλο αὐτόθ. Ἐώ τσῆ τό ’πα τσ’ ἀνεμοκέφαλης, μά δέν ἤθελε αυτόθ. 2) Δύστροπος ἐπὶ ζῴου Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἤπηρα ᾽να μουλαρι κ’ εἶν ἀνεμοκέφαλο και το δουλιˬῶ πως θα μου δωσῃ κἀμμιˬά κλοτσά νά μ’ ἀφήσῃ ΄ς τό dόπο (δουλιˬῶ = φοβοῦμαι). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνάποδος Α5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA